Ἐσύ τούς ἀγαπᾶς;

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

 

Ἔβγαζε τίς πολύχρωμες μπάλες ἀπό τά κιβώτια καί τίς κρεμοῦσε προσεκτικά στά κλαδιά τοῦ δέντρου. Τό ἄψυχο δέντρο ἄρχισε νά ὀμορφαίνει μέ τήν καινούργια του στολή. Ἕνας ἀναστεναγμός ξέφυγε ἀπό τά χείλη της, καθώς τό βλέμμα της ἔπεσε σέ μιά οἰκογενειακή φωτογραφία, πού δέσποζε ἐπάνω στό ἀναμμένο τζάκι. Πέρυσι ἦταν καί ὁ Χρῆστος, ὁ γιός της, ἐκεῖ. Μοναχοπαίδι τόν εἶχε. Μῆνες τώρα εἶχε νά τόν δεῖ. Μάλωσαν. Ἀντάλλαξαν σκληρές κουβέντες, λόγια πού δέν ξεχνιοῦνται εὔκολα. Αὐτός μέ τήν νεανική του ὁρμή, αὐτή μάνα μέ τίς ἀγωνίες της.

— Κανείς δέν μ’ ἀγαπάει ἐδῶ μέσα. Κανείς δέν νοιάζεται. Ἐγώ δέν ξαναγυρίζω, νά μέ ξεγράψετε. Ἦταν τά τελευταῖα του λόγια, πρίν βροντήξει τήν πόρτα πίσω του. Δέν ξαναφάνηκε ἀπό τότε.

Κατέφυγε σέ φίλους, συμφοιτητές ἀπό τήν Σχολή. Τοῦ εἶχαν προτείνει κι ἄλλες φορές στό παρελθόν νά μείνει μαζί τους, νά συγκατοικήσουν παρέα. Ἦρθε ἡ ὥρα νά δεχθεῖ τήν πρότασή τους. Βρῆκε καί μιά δουλειά, νά μπορεῖ νά βγάζει τά πρός τό ζῆν.  Ἔνιωθε πλέον ἐλεύθερος, ἔτσι τουλάχιστον ἤθελε νά λέει, γιατί οἱ τύψεις μέσα του φούντωναν μέρα μέ τήν μέρα. Τό ἴδιο αἴσθημα βασάνιζε καί τούς γονεῖς, πού οἱ προσπάθειές τους νά προσεγγίσουν τό παιδί τους ἔμεναν ἄκαρπες.

***

Τά Χριστούγεννα πλησίαζαν. Ὅλοι μπῆκαν γιά τά καλά στό γιορτινό κλίμα, κάνοντας πλέον τίς τελευταῖες προετοιμασίες πρίν τήν χαρμόσυνη ἡμέρα. Oι συγκάτοικοι τοῦ Χρήστου ἦταν ἕτοιμοι νά φύγουν, γιά νά περάσουν τά Χριστούγεννα στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ὁ καθένας.

— Λοιπόν, Χρῆστο, ἐσύ τί λές νά κάνεις γιά τά Χριστούγεννα; Δές θά πᾶς καθόλου στούς δικούς σου; Τόν ρώτησε μέ ἔκδηλη ἀπορία ὁ Γιάννης.

— Μήν κάνεις πώς δέν ξέρεις. Δέν ὑπάρχει τέτοια περίπτωση, ἀπάντησε αὐτός φανερά ἐνοχλημένος.

— Νομίζω τέτοιες μέρες ταιριάζει νά τά ἀφήσεις αὐτά στήν ἄκρη καί νά πᾶς νά τούς δεῖς λίγο. Στό κάτω-κάτω γονεῖς σου εἶναι. Δέν βλέπεις πόσες προσπάθειες κάνουν γιά νά τά βρεῖτε; Πῆρε τόν λόγο ὁ Στέλιος, θέλοντας νά βοηθήσει τόν φίλο του. Ἐμεῖς πάντως θά περάσουμε Χριστούγεννα μέ τίς οἰκογένειές μας.

Ἐκεῖνο τό βράδυ δέν εἶχε ὕπνο ὁ Χρῆστος. Ἀμέτρητες σκέψεις τριγύριζαν στό μυαλό του. Στεκόταν μπροστά στήν μπαλκονόπορτα, παρατηρώντας τά πολύχρωμα φωτάκια ἀπό τά ἀπέναντι σπίτια καί τούς δρόμους, πού ἀναβόσβηναν ρυθμικά. Κάθε τόσο μικρές νιφάδες ἔπεφταν ἀπό τόν οὐρανό, δίνοντας μιά μοναδική λάμψη στήν στολισμένη πόλη. Ἄνοιξε τό κινητό του, νά τσεκάρει πότε ἦταν τό τελευταῖο μήνυμα πού τοῦ ἔστειλαν οἱ δικοί του. Σίγουρα, δέν ἔνιωθε καλά μέ τήν στάση του. Τό σκεφτόταν πολύ σοβαρά νά πάει νά τούς συναντήσει, ἀλλά μετά ἀπό τόσο καιρό μέ τί μοῦτρα θά ἐμφανιζόταν μπροστά τους…

Τό ἑπόμενο πρωί τόν βρῆκε νά στριφογυρνάει ἀκόμα στό κρεβάτι του. Ἦταν παραμονή Χριστουγέννων.

— Πρέπει κάτι νά κάνω… Εἶπε μετά ἀπό μιά ἀτέλειωτη νύχτα βασανιστικῶν σκέψεων, πετώντας ἀπό ἐπάνω του τά σκεπάσματα. Ὅλα ἔγιναν πολύ γρήγορα. Δέν κατάλαβε πότε ἔφτασε στήν στάση, πότε πῆρε τό ἀστικό γιά τήν παλιά του γειτονιά. Ἤθελε να βρεθεῖ ἐκεῖ, καί… ὅ,τι προκύψει. Σέ κάθε στάση ὁ ἴδιος πειρασμός. Κάθε φορά πού ἄνοιγαν οἱ πόρτες, ἤθελε νά ὁρμήσει ἔξω, νά γυρίσει πίσω, νά τρέξει μακριά.

Κατέβηκε μιά στάση νωρίτερα, γιά νά περπατήσει. Νά τόν φυσήξει λίγο ὁ κρύος ἀέρας. Νά θυμηθεῖ καί τά παλιά. Ἔφτασε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, ὅπου ἐρχόταν μέ τούς γονεῖς του. Κάθε Χριστούγεννα ἡ μαμά του ἔλεγε:

— Πᾶμε στήν ἅγια Φάτνη, καί ἐννοοῦσε τήν ἐκκλησία.

Εἶδε ἀπό μακριά τόν Πνευματικό του. Πόσα χρόνια εἶχε νά ἐξομολογηθεῖ… Ἐκεῖνος ἔμπαινε στόν ναό. Ὁ Χρῆστος ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά τόν πλησιάσει.

— Πάτερ, τήν εὐχή σας, εἶπε διστακτικά.

— Χρῆστο, ἐσύ εἶσαι; Τοῦ Κυρίου. Ποῦ χάθηκες;

— Θέλω νά σᾶς μιλήσω… ἤ νά ἐξομολογηθῶ… Δέν ξέρω.

— Γιατί ἔφυγες ἀπό τό σπίτι, Χρῆστο; Οἱ γονεῖς σου ἀνησυχοῦν πολύ.

— Δέν μέ ἀγαπᾶνε, πάτερ, δέν μέ καταλαβαίνουν.

Τόν κοίταξε μέ πόνο ὁ ταπεινός λευΐτης.

— Κάνεις λάθος σ᾽ αὐτό. Ἀλλά πές μου: Ἐσύ τούς ἀγαπᾶς; Ὁ Χριστός δέν ρώτησε ἄν Τόν ἀγαπᾶμε. Ἦρθε γιά νά σκορπίσει τήν ἀγάπη Του στόν κόσμο. Ὅποιος Τόν ἀγάπησε, τό ξέρει. Ὅποιος δέν Τόν ἀγάπησε, δέν κατάλαβε τίποτα ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη.

Ὁ Χρῆστος χαμήλωσε τό βλέμμα. Θυμήθηκε πώς, μικρός, στό Κατηχητικό, ἀναρωτιόταν ἄν τόν ἀγαπάει καί αὐτόν ὁ Θεός, γιατί ἦταν ζωηρό παιδί… Ἔτρεχε τότε μέ λαχτάρα μπροστά στήν μεγάλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί Τόν κοίταζε στά μάτια, σάν νά περίμενε νά πάρει μιά ἀπάντηση…

— Χρῆστο, γύρνα στό σπίτι, δεῖξε τήν ἀγάπη σου στούς δικούς σου καί σέ ὅλο τόν κόσμο. Τότε θά νιώσεις ὅτι ὅλοι σέ ἀγαποῦν, ὅταν δέν ψάχνεις τίς ὑποχρεώσεις τῶν ἄλλων, ἀλλά τίς δικές σου!

— Πῶς θά γυρίσω; Θά μέ δεχτοῦν;

— Προχώρα! Ὁ Χριστός σ’ ἀγαπάει. Δέν ἔφερε τυχαῖα τά βήματά σου ἐδῶ τήν ὥρα αὐτή. Προχώρα! Καλά Χριστούγεννα.

Βγῆκε συγκινημένος ἀπό τόν ναό. Ἠρέμησε ἡ ἀνταριασμένη του ψυχή μέ τόν φωτισμένο λόγο τοῦ Πνευματικοῦ. Γαλήνεψε. Τό σπίτι του ἔχασε τά ζοφερά χρώματα, πού εἶχε ὥς τότε στήν φαντασία του. Ἔστειλε κατευθεῖαν μήνυμα στήν μητέρα του. «Θά ἔρθω στό σπίτι τά Χριστούγεννα». Σκίρτησε ἡ καρδιά τῆς μάνας. Ἀλλά βρῆκε τήν δύναμη νά τοῦ ὑπενθυμίσει: «Πρῶτα στήν Φάτνη…». Ἤξερε ὁ Χρῆστος ποῦ ἔπρεπε νά πάει. Γιά τήν ἐκκλησία μιλοῦσε ἡ μάνα του. Κι ἐννοοῦσε: «Πᾶμε πρῶτα νά συναντήσουμε, νά προσκυνήσουμε τόν Νεογέννητο…».

Δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά ξημερώσουν Χριστούγεννα. Δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά ξαναγεννηθεῖ καί αὐτός μαζί μέ τόν Χριστό. Τόν Θεό τῆς ἀγάπης καί τῆς συγγνώμης.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....