Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοντά στόν Θεό, βιώνει καί ζεῖ πολλές καταστάσεις, πού κάποιες φορές εἶναι ἀδύνατο νά ἐξηγηθοῦν μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ἀκόμη καί στήν καθημερινότητα μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέ τή χάρη, ἡ ὁποία μᾶς πλημμυρίζει. Κάποτε αἰσθανόμαστε μιά ἀνάπαυση στήν ψυχή μας, μιά ἐσωτερική ἠρεμία, ἄλλοτε κατάνυξη καί συγκίνηση. Ὅλα αὐτά, καί ἄλλα πολλά, εἶναι συνήθη φαινόμενα τῆς δωρεᾶς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.
Τέτοιες καταστάσεις, ἀλλά σέ ἐντονότερο βαθμό, βιώνουν συχνά οἱ ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται ἀληθινά, καί ἡ ζωή τους ἤδη ἔχει ἁγιασθεῖ ἀπό τήν ἐπί γῆς πορεία τους. Ἀγωνιστές ἄνθρωποι ζοῦνε οὐράνιες στιγμές, ἀκόμα καί ἐδῶ στή γῆ. Οὐσιαστικά ζοῦνε τόν Παράδεισο ἀπό τή γῆ.
Μιά χαρισματική κατάσταση εἶναι καί τό «κάψιμο» τῆς καρδιᾶς. Ὅταν, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ξεκίνησαν ὁ Λουκᾶς μέ τόν Κλεόπα νά πᾶνε ἀπό τά Ἰεροσόλυμα στούς Ἐμμαούς, τούς συνάντησε κάποιος «ἄγνωστος». Αὐτός τούς μίλησε μέσα ἀπό τή Γραφή γιά τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τούς ἔδωσε θάρρος, λέγοντας ὅτι αὐτά πού εἶναι γραμμένα ἀπό τόν Θεό ἐκπληρώνονται. Ὅταν ἔφθασαν στούς Ἐμμαούς καί ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτός ὁ «ἄγνωστος» ἦταν τελικά ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶπαν μεταξύ τους: «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καί ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τάς γραφάς;» (Λουκ. κδ΄ 32). Πῶς δέν Τόν ἀντιληφθήκαμε, λένε οἱ Μαθητές, ἀφοῦ ἡ καρδιά μας καιγόταν, φλεγόταν, τήν ὥρα πού μᾶς μιλοῦσε στόν δρόμο καί μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές.
Αὐτό τό χάρισμα, τό κάψιμο τῆς καρδιᾶς, εἶχε ἀπό μικρό παιδί καί ἕνας ἄλλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, πού ἑορτάζεται στίς 20 Δεκεμβρίου. Ὁ Ἅγιος ἔζησε τά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μάλιστα ἀξιώθηκε νά γνωρίσει τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ὅπως μᾶς διασώζει ἡ ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος εἶναι τό μικρό παιδί πού πῆρε ὁ Κύριος στήν ἀγκαλιά Του. Σέ ἕναν διαπληκτισμό μεταξύ τῶν Μαθητῶν ποιός εἶναι ἀνώτερος, ὁ Κύριος τούς δίδαξε μέ τόν πιό ἁπλό τρόπο. Κάλεσε ἕνα παιδάκι καί «ἐναγκαλισάμενος αὐτό» (Μάρκ. θ΄ 36) τούς εἶπε: Ἐάν δέν γίνετε σάν τά παιδιά, πού ἔχουν τήν ἁπλότητα, τήν καθαρότητα καί τήν ἀγαθότητα, δέν θά μπορέσετε νά εἰσέλθετε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄ 3). Καί συνέχισε, «ὅποιος ταπεινωθεῖ καί γίνει σάν αὐτό τό παιδί, αὐτός θά σωθεῖ». Ἀπό τότε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀγάπησε πολύ τόν Χριστό καί Τόν ἔβαλε στήν καρδιά του.
Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς Ἀντιόχειας, ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ἐκεῖ ἀγωνιζόταν μέ πάθος καί ἡ καρδιά του φλογιζόταν γιά τόν Χριστό. Τόν κήρυττε παντοῦ μέ πολύ σθένος, τόσο πού ἡ «ἔνταση» καί ὁ πύρινος λόγος του, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ἱερός Συναξαριστής, ξεπερνοῦσε καί τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του.
Ὅταν αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἀνέλαβε ὁ Τραϊανός, ἔκανε μιά περιοδεία στήν ἐπικράτειά του. Ἀπό ὅπου περνοῦσε δέν ξεχνοῦσε νά θανατώνει καί τούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους θεωροῦσε ἐχθρούς τῆς πατροπαραδότου θρησκείας του. Ὅταν ἔφθασε στήν Ἀντιόχεια, τό ἔμαθε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καί πῆγε ὁ ἴδιος καί παρουσιάστηκε μπροστά του. Ἐκεῖ ὁμολόγησε μέ σθένος καί παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁ Τραϊανός, ὁ ὁποῖος δέν σεβάστηκε οὔτε τήν ἡλικία τοῦ Ἁγίου, ἀκούγοντας τήν ὁμολογία ταράχθηκε καί ἀγρίεψε. Ἀμέσως διέταξε τήν τιμωρία του. Τόν ἔστειλε σιδηροδέσμιο στή Ρώμη γιά νά θανατωθεῖ ἐκεῖ, γενόμενος βορά τῶν ἀγρίων θηρίων μέσα στό Κολοσσαῖο, τό στάδιο στό ὁποῖο χύθηκαν ποταμοί αἵματος Μαρτύρων τῆς πίστεώς μας.
Ὁ Ἅγιος, ἀκούγοντας τήν ἀπόφαση, αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη χαρά καί ἱκανοποίηση. Μέσα στήν καρδιά του ἄναψε φλόγα, πού τήν τροφοδοτοῦσε ἡ προσμονή γιά τό ἐπικείμενο μαρτύριο. Χάρηκε πού ἄκουσε τή θανατική ποινή του, γιατί σέ σύντομο διάστημα θά βρισκόταν κοντά στόν Κύριο, πού ἀγάπησε ἀπό μικρό παιδί.
Καθ’ ὁδόν πρός τό μαρτύριο, πληροφορεῖται πώς οἱ Χριστιανοί τῆς Ρώμης, ἀπό ἀγάπη πρός τό πρόσωπό του, ἔκαναν ἐνέργειες γιά νά ἀποφευχθεῖ τό μαρτύριο καί νά σωθεῖ ὁ Ἅγιος. Ἀντέδρασε ἔντονα, λέγοντας: «Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος νά γίνω τροφή τῶν ἀγρίων θηρίων γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί ἐσεῖς θά μοῦ στερήσετε τή χαρά αὐτή; Μέσα μου ζεῖ ὁ Χριστός, ἡ καρδιά μου καίγεται γι’ Αὐτόν καί θέλω μιά ὥρα ἀρχύτερα νά φθάσω κοντά Του».
Τελικά, παρά τίς παρακλήσεις τῶν ἀδελφῶν, ἔφθασε καί ἡ στιγμή τοῦ μαρτυρίου. Πλῆθος εἰδωλολατρικοῦ κόσμου εἶχε συρρεύσει γιά νά παρακολουθήσει τό γεγονός. Τά πεινασμένα λιοντάρια χύμηξαν νά κατασπαράξουν τή βορά τους, καί ὁ Ἅγιος παρέδιδε τή γεμάτη φλόγα ψυχή του στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κατά θαυμαστό τρόπο, ἔπειτα ἀπό ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου, τά λιοντάρια ἄφησαν ἄθικτα τά μεγάλα ὀστᾶ τοῦ σώματος. Μέσα ὅμως σ’ αὐτά βρισκόταν καί ἡ καρδιά, τήν ὁποία ἄφησαν ἀβλαβή. Παραξενεμένος ὁ δήμιος, πῶς ἄφησαν, ἰδιαίτερα, τήν καρδιά ἄθικτη, πῆρε τό σπαθί του καί τήν ἔκοψε σέ δυό κομμάτια. Τότε ἔμεινε ἔκπληκτος. Ἡ καρδιά εἶχε χαραγμένα ἑκατέρωθεν τά γράμματα ΙΣ ΧΡ (Ἰησοῦς Χριστός)! Ἀπό τότε καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος πῆρε τήν ἐπωνυμία Θεοφόρος, ὅτι δηλαδή φέρει τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά του.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, μέ τόν θαυμαστό βίο του, ἄς μεταδώσει σέ ὅλους μας αὐτή τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Ἄς «καεῖ» καί ἡ δική μας καρδιά καί ἄς ἀναζητᾶ συνεχῶς τόν ἀγαπημένο Νυμφίο της. Τότε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μόνιμο χάρισμα στή ζωή μας καί ἡ οὐράνια Βασιλεία κληρονομιά, πού θά μᾶς χαρίσει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας.
π.Β.Σ.