ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Κάθε χρόνο, στίς 31 Δεκεμβρίου, λίγα δευτερόλεπτα πρίν τίς 12 τά μεσάνυχτα, ὅλη ἡ γῆ ξεκινᾶ νά μετρᾶ ἀντίστροφα γιά νά ὑποδεχτεῖ τή νέα χρονιά. Εἶναι ἀλήθεια πώς γιά ὅλους μας, μικρούς καί μεγάλους, κάθε νέος χρόνος ἀποτελεῖ μιά νέα ἀρχή. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ὑποδεχόμαστε τή νέα χρονιά μέ χαρά. Ἡ Πρωτοχρονιά εἶναι γιά ὅλους γιορτή! Ἐμεῖς ἔχουμε ἤδη ὑποδεχτεῖ τό 2025. Ἄς κάνουμε ὅμως ἕνα ταξίδι σέ πολύ παλαιότερες χρονιές, γιά νά δοῦμε πῶς γιόρταζαν τότε τήν Πρωτοχρονιά.
Πρωτοχρονιά στό Βυζάντιο
Ἡ Πρωτοχρονιά γιά τούς Βυζαντινούς ἦταν μέρα χαρᾶς. Τήν ἡμέρα αὐτή ὅλοι ἀντάλλασσαν εὐχές καί δῶρα. Στά μικρότερα παιδιά, μετά τήν ἀνταλλαγή τῶν εὐχῶν, δινόταν ὡς δῶρο ἕνα νόμισμα. Πέρα ὅμως ἀπό τά χρηματικά δῶρα, ὁ κόσμος ἀντάλλασσε καρπούς καί γλυκίσματα.
Στήν πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη, ὅσο ἴσχυε ὁ θεσμός τῆς ὑπατείας, τήν Πρωτοχρονιά ὁ ὕπατος μοίραζε σακουλάκια μέ χρήματα στόν λαό, τά λεγόμενα «ἀποκόμβια». Ἀπό τήν περίοδο τοῦ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α΄ καί ἑξῆς δόθηκε ἐντολή νά μοιράζονται μόνο ἀργυρά νομίσματα, τά μιλιαρήσια. Κατά τή διάρκεια τῶν γιορτινῶν αὐτῶν ἡμερῶν, τά σχολεῖα ἔκλειναν καί δέν γίνονταν δίκες.
Πρωτοχρονιά στόν Πόντο
Τίς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί τῶν Φώτων, οἱ πρόγονοί μας στόν Πόντο τίς γιόρταζαν μέ μεγαλοπρέπεια. Ἀκόμα καί τό πιό φτωχικό σπίτι φρόντιζε τίς ἡμέρες ἐκεῖνες νά ἔχει κεράσματα γιά ὅλους ὅσους θά τό ἐπισκέπτονταν. Τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς τά μικρά παιδιά, μέ ἀρχηγό τους τόν ἔφορο τοῦ σχολείου, χτυποῦσαν τίς πόρτες τῶν σπιτιῶν, ἐπευφημοῦσαν τόν νοικοκύρη καί ἔδιναν εὐχές σέ ὅλη τήν οἰκογένεια.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ χρόνου ἔβρισκε τίς ποντιακές οἰκογένειες νά κόβουν τήν πατροπαράδοτη βασιλόπιτα. Τό πρῶτο καί τό δεύτερο κομμάτι ἦταν πάντα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Τό τρίτο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τό τέταρτο τῶν φτωχῶν καί τό πέμπτο τοῦ σπιτιοῦ. Τά ὑπόλοιπα κομμάτια μοιράζονταν στά μέλη τῆς οἰκογένειας.
Ἐάν τό φλουρί βρισκόταν στά τρία πρῶτα κομμάτια, τό πήγαιναν στήν ἐκκλησία καί στή συνέχεια τό τοποθετοῦσαν στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ. Μετά τό κόψιμο τῆς βασιλόπιτας, ὁ ἀρχηγός τοῦ σπιτιοῦ ἔπαιρνε στά χέρια του 7 ζευγάρια φουντούκια καί ἕνα μονό. Καί ρίχνοντάς τα στόν ἀέρα ἔλεγε: «Ἄμον ντό ρούζ’νε ἀοῦτα τά καλά, ἀέτσ’ πα νά ρούζ’νε ἀπές σ’ ὀσπίτ’ ἐμοῦν τ’ εὐλοΐας καί τά καλοσύνας».
Πρωτοχρονιά στή Μικρά Ἀσία
Τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά ἔστελνε στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας της τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μαζί μέ τόν ἄρτο καί τό ὕψωμα. Τήν ἑπομένη ὁ ἱερέας, μετά τή θεία Λειτουργία, περνοῦσε ἀπό τό σπίτι τῆς οἰκογένειας, πού πρόσφερε στόν ναό τόν ἄρτο καί τό ὕψωμα, καί ἀφοῦ ἔψαλλε τό ἀπολυτίκιο καί τό μεγαλυνάριο τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὕψωνε τόν ἄρτο ἀναφωνώντας τρεῖς φορές: «Μέγα τό ὄνομα….». «Τῆς Ἁγίας Τριάδος», συμπλήρωνε ἡ οἰκοδέσποινα. «Πάτερ ὅσιε, βοήθει τούς δούλους σου», ξαναέλεγε ὁ ἱερέας καί ἔκοβε ἀνάλογες μερίδες, τίς ὁποῖες μοίραζε στά μέλη τῆς οἰκογένειας.
Ὅπως τά Χριστούγεννα, ἔτσι καί τήν Πρωτοχρονιά, τά κάλαντα ψάλλονταν τό βράδυ τῆς παραμονῆς. Τίς γλυκές φωνές τῶν παιδιῶν, πού διαλαλοῦσαν μελωδικά τόν ἐρχομό τῆς νέας χρονιᾶς, συνόδευαν παραδοσιακά ὄργανα. Παρέες παιδιῶν, κρατώντας στά χέρια τους σιδερένια τριγωνάκια, σήμαντρα, φωτεινά φαναράκια κρεμασμένα σέ κοντάρι, φωτισμένα καραβάκια ἤ χάρτινες ἐκκλησίες, πού ἔμοιαζαν στήν Ἁγία Σοφία, σκόρπιζαν σέ κάθε σπίτι τή χαρά. Οἱ νοικοκύρηδες πρόσφεραν στά παιδιά γλυκά, φροῦτα καί πιό σπάνια χρήματα.
Τό μεσημέρι τῆς Πρωτοχρονιᾶς ὅλη ἡ οἰκογένεια συγκεντρωνόταν γύρω ἀπό τό γιορτινό τραπέζι, τό ὁποῖο ἦταν πλούσιο σέ πιάτα καί γεύσεις. Τά ἐδέσματα πού ἑτοιμάζονταν εἶχαν καθένα τόν συμβολισμό του, ὅπως γιά παράδειγμα γλυκίσματα, γιά νά εἶναι γλυκιά ἡ χρονιά, καί καρποί γιά καλή σοδειά.
Τήν τιμητική της εἶχε φυσικά ἡ Βασιλόπιτα, στήν ὁποία ἔβαζε κάθε νοικοκυρά ὅλη της τήν τέχνη. Ἦταν ἰδιαίτερα προσεγμένη καί ἔμοιαζε σάν κεντημένη. Συνήθως πάνω της εἶχε ἕναν σταυρό ἐνῶ δέν ἦταν λίγες οἱ νοικοκυρές πού σχεδίαζαν ἐπάνω της τόν δικέφαλο ἀετό, τό σύμβολο τοῦ Βυζαντίου.
Πρίν ἀρχίσουν τό ἑορταστικό φαγητό, ὁ πατέρας σταύρωνε τή Βασιλόπιτα τρεῖς φορές, τήν ἔκοβε καί μοίραζε τά κομμάτια ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας.
Πρωτοχρονιά στό Μέτωπο τοῦ 1940
Ἄς μεταφερθοῦμε τώρα σέ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό μέρος. Μακριά ἀπό τά γιορτινά τραπέζια, μακριά ἀπό τήν οἰκογενειακή θαλπωρή. Μέσα ἀπό τό γράμμα ἑνός στρατιώτη, ἄς μεταφερθοῦμε στά παγωμένα βορειοηπειρωτικά βουνά τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 1941.
Ἀγαπημένες μου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ὁ καινούργιος χρόνος…
Εἶναι ἡ πρώτη χρονιά, ἔπειτα ἀπό τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακριά σας…
Πάντα, αὐτή τή στιγμή κάθε χρόνο, μέ ἀξίωνε ὁ Θεός νά κρατῶ τό μαυρομάνικο μαχαίρι τοῦ σπιτιοῦ γιά νά κόψω ἀπό τήν πίτα, πού φιλοτεχνοῦσαν δυό ἀγαπημένα χεράκια, τό κομμάτι τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ σπιτιοῦ… γύρω ἀπό τό στολισμένο τραπέζι μας. Κι ἐρχόταν τότε ἡ ἀγωνία τῆς τύχης τοῦ νομίσματος. Ποιός θά εἶναι ὁ τυχερός τῆς χρονιᾶς; Σέ ποιανοῦ κομμάτι θά βρεθεῖ τό νόμισμα;
Ἄ, ὄχι! Ἐφέτος, τήν ὡραία Πρωτοχρονιά τοῦ ’41, ἐγώ, παιδιά μου, εἶμαι ὁ τυχερός! Σέ μένα ἔπεσε τό ἀνεκτίμητο νόμισμα νά ἔλθω ἐδῶ ἐπάνω στά ἀλβανικά βουνά, νά ἀκούω, κι αὐτή τή στιγμή ἀκόμη, τό βαρύ Πυροβολικό μας νά χτυπᾶ ἀλύπητα τόν δρόμο πού ἀκολουθοῦν, φεύγοντας πανικόβλητοι, οἱ κατακτηταί τῆς Ρώμης, πού νόμισαν πώς μποροῦσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ἑλλάδα μας…