Τὸ Ἱερὸ Σαρανταλείτουργο, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, ὑπὲρ ὑγείας ζώντων καὶ ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας.
Στὸ ὑπέροχο βιβλίο «Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης», (ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στὴν Θεία Λειτουργία τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Καὶ ἡ ἀγάπη στὴν οὐσία της εἶναι μεταδοτική. Ἡ ἀγάπη, ἰδιαίτερα ἡ θεία, σπεύδει νὰ σκορπίσει τὸ φῶς της, τὴν χαρὰ τῆς ὅλους… Καὶ συμπληρώνει: ὦ ἀγάπη τελειότατη! ὦ ἀγάπη, ποῦ τὰ πάντα ἀγκαλιάζεις! Ὦ ἀγάπη ἰσχυρότατη! Τί νὰ προσφέρουμε σὰν εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ ἀγάπη αὐτὴ βρίσκεται στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν ἄπελευθερωσι ὅλων ἀπὸ κάθε κακία…».
Καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη προσευχῆς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἔλεγε: «…νὰ ἀφήνετε μέρος τῆς προσευχῆς σας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Οἱ πεθαμένοι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα (γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους). Οἱ ζωντανοὶ μποροῦν… Νὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία λειτουργία, δηλαδὴ πρόσφορο, καὶ νὰ δίνετε τὸ ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου, νὰ μνημονευθῆ ἀπὸ τὸν ἱερέα στὴν προσκομιδή. Ἐπίσης, νὰ κάνετε μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Σκέτο τὸ τρισάγιο, χωρὶς Θεία Λειτουργία, εἶναι ἐλάχιστο.
Τὸ μέγιστο, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ κάποιον, εἶναι τὸ Σαράντα-λείτουργο. Καλὸ θὰ εἶναι νὰ συνοδευθῆ καὶ μὲ ἐλεημοσύνη. Ἂν ἔχεις ἕνα νεκρό, ὃ ὅποιος ἔχει παρρησία στὸν Θεό, καὶ τοῦ ἀνάψεις ἕνα κερί, αὐτὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ προσευχηθεῖ γιὰ σένα στὸν Θεό.
Ἂν πάλι, ἔχεις ἕνα νεκρό, ὃ ὅποιος νομίζεις ὅτι δὲν ἔχει παρρησία στὸν Θεό, τότε, ὅταν τοῦ ἀνάβεις ἕνα ἁγνὸ κερί, εἶναι σὰν νὰ δίνης ἕνα ἀναψυκτικὸ σὲ κάποιον ποὺ καίγεται (ἀπὸ δίψα). Οἱ ἅγιοι δέχονται εὐχαρίστως τὴν προσφορὰ τοῦ κεριοῦ καὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ προσευχηθοῦν γι’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάβει. Ὁ Θεὸς εὐχαρίστως τὸ δέχεται…». (Μαρτυρίες προσκυνητῶν, Ζουρνατζόγλου Νικ.)
Γιὰ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Σαρανταλείτουργα καὶ τὰ μνημόσυνα, ἀξιομνημόνευτο εἶναι καὶ τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀκολουθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία», (ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου).
«Κάποιος ἄρχοντας ἀπὸ τὴν Νικομήδεια ἀρρώστησε βαριὰ καί, βλέποντας πὼς πλησιάζει στὸν θάνατο, κάλεσε τὴν γυναῖκα του γιὰ νὰ τῆς ἐκφράσει τὶς τελευταῖες του ἐπιθυμίες: Τὴν περιουσία μου νὰ τὴν μοιράσεις στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά. Τοὺς δούλους νὰ τοὺς ἐλευθερώσεις. Ἀλλὰ στοὺς ἱερεῖς δὲν θέλω νὰ δώσεις χρήματα γιὰ λειτουργίες. Σ’ αὐτὴ τοῦ τὴν μεγάλη θλίψη ὁ ἑτοιμοθάνατος ἐπικαλέστηκε μὲ πίστη τὴν εὐχὴ τοῦ ἄββα Ἠσαΐα, ἑνὸς ἅγιου μοναχοῦ ποὺ ἀσκήτευε κοντὰ στὴν Νικομήδεια, καὶ ἀμέσως -ὦ τοῦ θαύματος!- ἔγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πασίχαρος ἔτρεξε στὸν ὅσιο. Ἐκεῖνος τὸν καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα.
-Θυμᾶσαι, παιδί μου, τὸν ρώτησε, ποιὰ ὥρα συνῆλθες ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;
-Τὴν ὥρα ποὺ ἐπικαλέστηκα τὴν εὐχή σου, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ὁ ὅσιος, μὲ τὸν φωτισμένο του νοῦ, γνώριζε τί εἶχε λεχθεῖ στὴν διάρκεια τῆς ἀρρώστιας του καὶ ξαναρώτησε:
-Ἄφησες, παιδί μου, χρήματα στοὺς ἱερεῖς, νὰ λειτουργοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου;
-Ὄχι, γέροντα. Τί θὰ εἶχα νὰ ὠφεληθῶ ἂν ἄφηνα κάτι; Δὲν θὰ πήγαινε χαμένο;
-Μὴν τὸ λὲς αὐτό.
Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος γράφει: «Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ἦ πεποιηκῶς, ἀφεθήσεται αὐτῷ». Νὰ λοιπὸν ποὺ οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων εἶναι ἀποτελεσματικές, γιὰ ὅποιον τὶς ζητάει μὲ πίστη. Δῶσε τώρα κι ἐσὺ ἕνα ποσό, γιὰ λειτουργίες, καὶ θὰ λάβεις ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν πρέπουσα πληροφορία.
Ἔτσι κι ἔκανε. Ἔδωσε χρήματα σ’ ἕναν ἱερέα γιὰ νὰ τοῦ κάνει σαρανταλείτουργο, καὶ γύρισε στὸν σπίτι του. Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ λειτουργίες, μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες, κι ἐνῷ σηκωνόταν ἀπὸ τὸν ὕπνο, βλέπει ξαφνικὰ ν’ ἀνοίγουν οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του καὶ νὰ μπαίνουν σαράντα ἄνδρες ἔφιπποι, λαμπροὶ καὶ ἀγγελόμορφοι, εἴκοσι ἀπὸ δεξιὰ καὶ εἴκοσι ἀπὸ ἀριστερά.
-Κύριοί μου, φώναξε ἔκπληκτος ὁ ἄρχοντας, πῶς μπήκατε σὲ σπίτι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ;
-Ἐμεῖς οἱ σαράντα, ποὺ βλέπεις, τοῦ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι, ἀντιπροσωπεύουμε τὶς λειτουργίες ποὺ ἔγιναν γιὰ σένα στὸν φιλάνθρωπο Θεό. Μᾶς ἔστειλε Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ σὲ συνοδεύσουμε μέχρι τὴν ἐκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρὶς δισταγμό. Νά, μὲ τὰ πρεσβυτικὰ χέρια συμπληρώθηκαν οἱ σαράντα λειτουργίες, ποὺ ἔγιναν γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ὃ Χριστὸς μαζί σου καὶ νὰ κατοικήσει στὴν καρδιά σου.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὃ ἄρχοντας μοίρασε τὴν περιουσία του σὲ εὐλαβεῖς ἱερεῖς, γιὰ νὰ γίνουν λειτουργίες «ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ», διακηρύσσοντας πὼς οἱ θεῖες Λειτουργίες καὶ οἱ ἀγαθοεργίες μποροῦν νὰ ἀνεβάσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ καταχθόνια στὰ ἐπουράνια.
Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».
Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.