Το μήνυμα της Κυριακής από την Μητρόπολη Σάμου και Ικαρίας

 Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ σημερινή Κυριακή ἀποκαλεῖται Κυριακή των Προπατόρων, διότι καθώς ἐγγίζουμε πρός τά Χριστούγεννα, ἐνθυμούμαστε ὅλους τούς κατά σάρκα προγόνους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του βέβαια, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τήν γενεά τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ.

Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει, ὅτι ὁ Κύριος παρακαθόταν σέ ἕνα δεῖπνο καί μὲ τὴν αὐθεντία τῆς θείας Ἀγάπης δίδασκε τὸν οἰκοδεσπότη καὶ τοὺς παρισταμένους νὰ γεμίζουν τὸ τραπέζι τους μὲ φτωχοὺς καὶ ἀνήμπορους, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποδώσουν τὴ χάρη, ὥστε αὐτή τή χάρη, νὰ τὴν ἐξοφλήσει ὁ Κύριος στὴ Βασιλεία Του. Τότε κάποιος συνδαιτημόνας ἐνθουσιασμένος φώναξε: «Μακάριος ὅποιος θά φάει ἄρτο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Καί μέ αὐτή τήν ἀφορμή ξεκίνησε ὁ Κύριος νά ἀφηγεῖται τήν παραβολή, πού ἀκούσαμε σήμερα, παρομοιάζοντας τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ ἕνα γιορτινό τραπέζι, τονίζοντας μάλιστα, ὅτι ἄν καί σέ αὐτό τό τραπέζι προσκαλοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πολλοί ἀπό αὐτούς δυστυχῶς, προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες, ἀπορρίπτουν τήν πρόσκληση καί ἀπέχουν τοῦ Δείπνου, χάνοντας ἔτσι τήν εὐκαιρία νά ζοῦν ἀληθινά καί ὄχι ἁπλῶς νά ἐπιβιώνουν.

Προσφυῶς πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Δείπνου ὁ Κύριος ἐξεικονίζει τήν Θεία Λειτουργία, ταυτίζοντάς την μέ τό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πραγματώνεται ἤδη μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μέ κεφαλή τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν», ὄχι ὡς ἕνα ἀνώνυμο πλῆθος ἤ ἕνα ἀπρόσωπο ἀριθμητικό σύνολο, ἀλλά ὡς ἐλεύθερες ὑπάρξεις ὁ καθένας μέ τό χάρισμα, τό ὁποῖο τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Κάθε φορά πού συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία στό «Κυριακό Δεῖπνο», ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται, κοινωνώντας τά Ἄχραντα Μυστήρια γινόμαστε συνδαιτημόνες στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Διότι ἡ κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα μεγάλο καί σπουδαῖο Δεῖπνο, ἕνα γιορτινό Τραπέζι, τό ὁποῖο στρώνεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο, τόν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν γιά ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς προσκαλεῖ νά γίνουμε συνδαιτημόνες Του καί νά παρακαθίσουμε γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος προσφέρει καί προσφέρεται, ἀφοῦ Ἐκεῖνος, μέσα ἀπό τούς Ἱερεῖς στρώνει τό Τραπέζι καί παρέχει ὡς τροφή τό σῶμα Του καί ὡς ποτό τό αἷμα Του, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς διδάσκει στό 6ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου.

Ὅταν λοιπόν σημαίνει ἡ καμπάνα, δέν μᾶς καλεῖ ἁπλῶς νά ἐκκλησιαστοῦμε. Ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι μιά πρόσκληση πρός ὅλους ἐμᾶς γιά νά παρευρεθοῦμε καί νά συμμετάσχουμε στό Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου μας.

Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως τότε ἔτσι καί σήμερα, πολλοί ἄνθρωποι προφασιζόμενοι διάφορες εὐτελεῖς δικαιολογίες σάν κι αὐτές πού ἀκούσαμε νά ἀναφέρει ὁ Κύριος, ἀπορρίπτουν τήν πρόσκληση κι ἀπέχουν τοῦ Δείπνου. Οἱ ἀγροτικές ἤ οἰκοδομικες ἐργασίες, οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις καί οἱ κάθε εἴδους ἀσχολίες, συμπεριλαμβανομένης μιᾶς κακῶς νοούμενης ξεκούρασης ἤ ψυχαγωγίας, γίνονται τά κρυσφήγετα τῆς ἀδιαφορίας ἤ τῆς πλάνης τῶν ἀνθρώπων, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρνοῦνται τή συμμετοχή τους στό γιορινό Τραπέζι τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἄλλοι ἔχουν νά μαζέψουν ἐλιές, ἄλλοι νά περιποιηθοῦν τά ἀμπέλια, ἄλλοι νά κόψουν ξύλα, ἄλλοι νά προετοιμάσουν τά χωράφια, ἄλλοι νά ἀσχοληθοῦν μέ ζῶα, ἀλλοι νά πᾶνε γιά κυνήγι ἤ γιά ψάρεμα, ἄλλοι νά ἀσχοληθοῦν μέ τό νοικοκυριό καί μέ δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ἄλλοι νά ταχτοποιήσουν διάφορες ὑποχρεώσεις, ἄλλοι νά πᾶνε ἐκδρομή ἤ πεζοπορία, στό βουνό ἤ τή θάλασσα, ἄλλοι αὐτό, ἄλλοι ἐκεῖνο, ἄλλοι τό ἄλλο, ἀρκεῖ νά μήν ἐκκλησιαστοῦν καί κυρίως νά μήν κοινωνήσουν. Δυστυχῶς!

Βέβαια ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται μέν στήν Ἐκκλησία, ἀφήνοντας, πρός τιμήν τους, κατά μέρος κάθε δικαιολογία, ἀλλά ἔρχονται μόνο γιά νά παρακολουθήσουν τή θεία Λειτουργία κι ὄχι νά συμμετάσχουν σέ αὐτήν, προφασιζόμενοι κυρίως τήν εὐλάβεια. Ὑποκρινόμενοι τούς περισσότερο εὐσεβεῖς, ἐπιχειροῦν θά ἔλεγε κανείς, νά προστατεύσουν τόν Χριστό ἀπό τήν ἀναξιότητά τους. Μά κανείς μας ποτέ δέν πρόκειται νά γίνει ποτέ ἄξιος γιά τόν Χριστό, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε κι ὅποιος τό σκεφτεῖ αὐτό καί μόνο, τότε βλασφημεῖ. Ὅμως ὁ Χριστός μᾶς δέχεται καί ἑνώνεται μαζί μας, ἀρκεῖ μέ ταπείνωση νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀναξιότητά μας, ἀλλά καί τήν ἀνάγκη νά Τόν κοινωνήσουμε. Ἡ σχεδόν καθημερινή προσέλευση στή θεία Κοινωνία ἦταν τό χαρακτηριστικό τῶν πιστῶν Χριστιανῶν στούς πρῶτους αἰῶνες, παρά τίς δυσκολίες καί τούς διωγμούς. Ὑπάρχουν και ἱεροί Κανόνες ἀκόμη, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τήν συχνή συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία, ἀφορίζοντας αὐτούς, πού δέν προσέρχονται χωρίς σοβαρό λόγο ἤ ὅσους παρευρίσκονται στή θεία Λειτουργία καί ἐνῶ μποροῦν, ἐντούτοις δέν μεταλαμβάνουν.

Στὴν ἐποχή μας ἡ ἀδιαφορία ἔχει ἀναχθῆ σὲ ἕναν ἀόρατο, ἀλλὰ πανίσχυρο πειρασμό. Δὲν λέμε ὅτι δὲν πιστεύουμε λέμε ὅτι «θὰ πιστεύσουμε ἀργότερα». Δὲν λέμε ὅτι δὲν ἔχουμε ἀνάγκη τὸν Θεό, λέμε ὅτι «δὲν προλαβαίνουμε». Δὲν λέμε ὅτι δὲν θέλουμε τὴν Ἐκκλησία λέμε ὅτι «δεν χωράει στὸ πρόγραμμά μας». Τὸ δαιμόνιο τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἀναβολῆς καὶ τῆς ἀμέλειας εἶναι ἴσως ὁ πιὸ ἄνετος δρόμος ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὁ Θεὸς δὲν θέλει τὴν ἀδιαφορία μας. Θέλει τὴν καρδιά μας. Θέλει τὸ «Ναί» μας, ὅπως τὸ θέλει ἕνας πατέρας ἀπὸ τὸ παιδί του, ὅχι ἐπειδὴ τὸ ἔχει ἀνάγκη, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ ἀγαπᾶ. Καὶ ὅταν ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε, ὁ Θεὸς δὲν σταματᾶ νὰ προσκαλεῖ. Βγαίνει στὶς πλατεῖες, στὰ στενὰ, στους δρόμους, στὶς γειτονιές τῆς ζωῆς μας, νὰ βρεῖ ὅποιον ἔχει ἔστω καὶ μισὴ διάθεση νὰ ἀπαντήσει. Ὁ Θεὸς μας ψάχνει μὲ ἕναν τρόπο ἀπίστευτα τρυφερό. Δὲν κλείνει τὴν πόρτα. Δὲν λέει «φτάνει πιά, ὡς ἐδῶ». Μᾶς περιμένει μὲ ἑπιμονή ποὺ μοιάζει σχεδὸν ἀσύλληπτη.

Στὸ Μεγάλο Δείπνο ποὺ ἔχει ἐτοιμάσει, ἡ θέση μας εἶναι ἐκεῖ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πρόσκληση, μεγαλύτερη τιμή, μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό τό νά σταθεῖς μπροστά στήν Ὡαία Πύλη περιμένοντας μέ πόθο νά κοινωνήσεις τόν Χριστό.

Κι ἄν εἶναι ἀνάρμοστο καί προσβλητικό νά παρακαθίσεις προσκεκλημμένος σέ ἕνα τραπέζι καί νά μήν φᾶς τίποτε, ἄραγε πόσο μεγαλύτερη προσβολή διαπράττουμε, ὅταν προσκεκλημμένοι τοῦ Χριστοῦ ἐρχόμαστε, κι ἐνῶ μᾶς προσφέρει τήν οὐράνια Τροφή τοῦ ἀχράντου Του Σώματος καί τοῦ τιμίου Του Αἵματος, ἐμεῖς δέν καταδεχόμαστε τήν ὕψιστη αὐτή δωρεά καί φεύγουμε νηστικοί πνευματικῶς, παρά τό ὅτι παρακαθίσαμε στό πιό σπουδαῖο τραπέζι, πού μᾶς κάλεσαν ποτέ;

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ Ἐκκλησία θέτει τήν παραβολή αὐτή λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα θέλοντας νά προετοιμάσει τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη συμμετοχή μας στό ἑόρτιο πνευματικό τραπέζι τῆς Χριστουγεννιάτικης θείας Λειτουργίας, ἡ οποία εἶναι τό κέντρο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων. Αὐτό βέβαια δεν σημαίνει ὅτι θα κοινωνήσουμε μόνο τα Χριστούγεννα, ἀλλά ὅτι τά Χριστούγεννα ὀφείλουμε νά κοινωνήσουμε ἀπαραιτήτως. Οὔτε πάλι σημαίνει πώς θά ἔρθουμε ἀπροετοίμαστοι, ἀλλά θά ἐξομολογηθοῦμε καί θά νηστεύσουμε αὐτές τίς ἡμέρες, ὥστε νά εἶναι καθαρά τά ἐνδύματα τῆς ψυχῆς μας, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος σέ μιά παρόμοια παραβολή (βλ. Ματθ. κβ΄ 1-14).

Ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τήν μεγάλη αὐτή τιμή τῆς πρόσκλησης τοῦ Χριστοῦ στό Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του. Ἄς σκεφτοῦμε πώς ἄν οἱ σήμερα τιμώμενοι Προπάτορες του Χριστοῦ μας ἀδιαφοροῦσαν, ἴσως καί νά μήν εἴχαμε Προπάτορες. Ὁ Ἀβραάμ δὲν θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὴ γῆ του. Ὁ Ἰσαάκ δὲν θὰ ἤθελε νὰ θυσιάσει τὸ θέλημά του. Ὁ Ἰακώβ δὲν θὰ ἀγωνιζόταν μὲ τὸν Ἄγγελο. Οἱ Προφῆτες δὲν θὰ ὑπέμεναν διωγμούς. Οἱ Δίκαιοι δὲν θὰ κρατοῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα τοῦ Μεσσία. Ἴσως θὰ ἔλεγαν: «Δὲν βαριέσαι… ἔχουμε δουλειές… ἔχουμε φροντίδες… ἔχουμε δικαιώματα… δὲν θὰ μας καθορίζει ὁ Θεός…». Οἱ Προπάτορες ἔγιναν Προπάτορες διότι ἔβαλαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ τὸ δικό τους θέλημα. Διότι δὲν ζοῦσαν μὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μὲ πόθο Θεοῦ. Δὲν ἔβλεπαν μόνο τὸ παρόν, ἀλλὰ τὸ μέλλον. Δὲν ἔλεγαν: «ἐγὼ θὰ ζήσω ὅπως θέλω», ἀλλὰ: «ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅπως ἔταξε ὁ Θεός, ὅπως ὑποσχέθηκε ὁ Θεός». Ἄς σκεφθοῦμε μόνο ὅτι ἐκεῖνοι ζοῦσαν μέ τήν ἐλπίδα καί τήν ὑπόσχεση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σέ ἐμᾶς χαρίσθηκε νά ζοῦμε τήν ἐμπειρία τῆς ζῶσας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας Κοινωνίας μαζί Του.

Ἄν ἐμεῖς, οἱ σημερινοί Χριστιανοί, θέλουμε νὰ λεγόμαστε τέκνα τῶν Προπατόρων, πρέπει νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἴδια προθυμία. Νὰ ἀφήσουμε τὴν ἀδιαφορία. Νὰ παλέψουμε τὸν δικαιωματισμό ποὺ κλειδώνει τὴν χάρη. Νὰ σταυρώσουμε λίγο τὸ θέλημα τοῦ ἐγώ. Νὰ ἀκούσουμε τὴν πρόσκληση: «Δεῦτε, ὅτι ἕτοιμά ἐστι πάντα». Καὶ τότε, ὅπως οἱ Προπάτορες ἔγιναν πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ γίνουμε πραγματικὰ μέτοχοι τῆς Βασιλείας Του, προσκεκλημένοι, ἀλλὰ καὶ παρόντες σὲ ἐκεῖνο τὸ Μέγα Δεῖπνο ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ. Ἀμήν.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....