Το Πάθος και ο Θάνατος του Χριστού

Κατ’ ἀρχή πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε καί πραγματικά ἀπέθανε. Καί τό πάθος καί ὁ θάνατός του ἐπισυνέβησαν στήν ἀνθρώπινή του φύση. Ἔτσι, διερμηνεύεται καί ἀποδεικνύεται τό πραγματικό καί τό ἀληθινό τῆς ἀνθρωπότητάς του. Δέν φαινόταν, μόνο, ἀλλά ἦταν καί ἄνθρωπος ὁ Χριστός.

Ἀλλά, παρά τό γεγονός, ὅτι τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται μόνο στήν ἀνθρωπότητά του, γιατί ἡ θεότητα εἶναι ἀπαθής, ἐν τούτοις, «τό πάθος ἐλογίσθη» καί στή θεότητά του. Πῶς; Γράφει ὁ ἅγιος ᾽Επιφάνιος: «Καθάπερ σπίλος ἐν ἱματίῳ», ὅπως ὁ σπίλος (τό λέρωμα) ὑπάρχει μόνο στό φόρεμα, ἀλλά «λογίζεται» καί στό πρόσωπο, ἐκείνου ὁ ὁποῖος τό φορεῖ, ἔτσι, καί τό πάθος «ἐλογίσθη» καί στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί λέμε, ὅτι «πέπονθεν», ἔπαθε, «ὁ ἀπαθής Θεός Λόγος».

Ναί, ἡ ἀνθρώπινη τοῦ Χριστοῦ φύση ἦταν ἀναμάρτητη, γιατί, ὡς ἄνθρωπος, ὁ Χριστός ὑπῆρξε τέλειος. Ὁ ἴδιος λέγει: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (Ἰω. η΄ 46). Ἡ ἀναμαρτησία στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐξηγεῖται καί γιατί ἡ σύλληψή του στά μητρικά σπλάγχνα τῆς Παναγίας μας δέν ἔγινε, κατά τά ἀνθρώπινα πράγματα, ἀλλά, σύμφωνα μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ Πατέρα του, τή συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τή συγκατάθεση τῆς ἁγίας Παρθένου Μαρίας. Ὁπότε, τότε, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ἐκένωσεν ἑαυτόν» (Φιλ. β΄ 7), παρέλαβε τά ἄχραντα αἵματα τῆς Παναγίας καί ἔπλασε αὐτός γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀνθρώπινή του φύση, τήν ὁποία θέωσε ἀμέσως-ἀκαριαῖα, ἑνώνοντάς την μέ τή θεία του φύση στό πρόσωπό του.

Ὁπότε, συλλαμβάνεται καί κυοφορεῖται ὡς ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι’ αὐτο καί τίκτεται-γεννᾶται, χωρίς πόνους τοκετοῦ, φυλάττοντας τά «σήμαντρα» τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἀδιάφθορα. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό ἀειπάρθενο τῆς Παναγίας: πρό, κατά καί μετά τόν τοκετό της ὑπάρχει «παρθένος». Αὐτήν τήν πίστη ἐκφράζει καί ἡ εἰκόνα της μέ τήν παράσταση τῶν τριῶν ἀστέρων: ἕνα στόν δεξιό ὦμο, ἕνα στόν ἀριστερό καί ἕνα στό πρόσωπό της.

Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τό τέλειο καί ἀναμάρτητο τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ἴδιος, γιά νά καταδεικνύει, ὅτι εἶναι καί ἄνθρωπος, θέλησε καί κράτησε στήν ἀνθρωπότητά του καί τά, λεγόμενα, ἀδιάβλητα πάθη. Δηλαδή τόν πόνο, τή δίψα, τήν πεῖνα, τήν κούραση, ἀκόμη, καί τόν ἀδιάφθορο θάνατό του. Ναί, αὐτό τό βλέπουμε νά συμβαίνει πολλές φορές στήν ἐπί γῆς ζωή του. Μᾶς πληροφορεῖ σχετικά ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς ὁ Κύριος ζεῖ καί τήν ἀγωνία τοῦ πάθους του στή Γεθσημανῆ: «Καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. Ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. κβ΄ 44). Ἀλλά καί ὅταν τόν κτυπᾶ ὁ δοῦλος τοῦ ἀρχιερέα πονεῖ, γι’ αὐτό καί διαμαρτύρεται: «Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ· εἰ δέ καλῶς, τί μέ δέρεις;» (Ἰω. ιη΄ 23). Καί ὅταν τοῦ φορτώνουν τόν σταυρό του, γιά νά τόν μεταφέρει στόν «κρανίου τόπον», αὐτός ἀδυνατεῖ, ἀφοῦ ὅλο τό βράδυ τόν ἐνέπαιζαν καί τόν προπηλάκιζαν, γι’ αὐτό καί ἀγγαρεύουν τόν Κυρηναῖο Σίμωνα (Ματθ. κζ΄ 32). Καί ἐκεῖ τόν σταυρώνουν, γιά νά καταλήξει ὁ Κύριός μας μέσα ἀπό ἐξευτελισμούς καί φρικτούς πόνους!

Καί ἐδῶ πρέπει νά δώσομε τήν ἐξήγηση. Ποιά; Ἦταν, ἐκ τῶν πραγμάτων, ὑποχρεωμένος ὁ Χριστός μας νά πάθει καί νά πεθάνει, προκειμένου νά σωθοῦμε οἱ ἄνθρωποι; Καί ἄν αὐτό ἰσχύει, τότε ποιά ἡ εὐθύνη τοῦ προδότη μαθητῆ, τοῦ ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου, τοῦ Πιλάτου, τῶν σταυρωτῶν; Μᾶλλον εὐεργέτες μας πρέπει αὐτοί νά θεωροῦνται καί ὄχι καταδικαστέοι.

Ὡστόσο, «τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός» (ἡ σπείρα) δέν καταξιώνονται, οὔτε καί ἐπαινοῦνται, ἀλλ’ οὔτε καί ἐπιβραβεύονται γιά τή διαγωγή τους! Ἀλλά ἀποβαίνουν κατάκριτοι. Ὁπότε; Ποιά εἶναι ἡ ἀπάντηση, στό γιατί τό πάθος καί ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ;

Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος, εἶχε ἄπειρους τρόπους νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Τό πάθος καί ὁ σταυρικός θάνατος δέν ἦταν ἀναπόφευκτη ἐπιλογή γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί δέν ὑπόκειται ποτέ καί σέ καμιά περίπτωση σέ ἀδήριτους πειθαναγκασμούς. Ὡστόσο, ἡ ἀγάπη του γιά τόν κόσμο ἦταν αὐτή πού τοῦ ὑπαγόρευσε τό πάθος καί τόν θάνατό του, ὥστε καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά γίνει κατορθωτή ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί, πού ἀποφάσισαν τόν ἔμπονο διά σταυροῦ θάνατό του καί αὐτός τόν ἀποδέχθηκε. Καί ἐνῶ μποροῦσε, ὄχι μόνο νά τόν ἀποφύγει, ἀλλά καί νά διαλύσει τήν «ὀλέθρια σπεῖρα τῶν θεοστυγῶν» ἀνθρώπων, «γίνεται ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλ. β΄ 8). Γι’ αὐτό καί θά ἀναφωνήσει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Ἡττήθης ὑπό τῆς ἀγάπης σου, ὦ Θεέ!».

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....