«Τό προσταχθέν μυστικῶς…»

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

 

 

Ἔτσι ἀρχίζει τό «Προοίμιον» ἤ ὁ «Πρόλογος» ἤ τό «Προαύλειον», κατά τόν Ἀριστοτέλη, τοῦ ὑπέροχου καί μεστοῦ νοημάτων Ὕμνου, ὁ ὁποῖος ἀκούει σέ πολλές ὀνοματολογικές κλήσεις, ὅπως «Κοντάκιον», ἤ «Κοντάκια», «Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας», «Ἀκάθιστος Ὕμνος» κ.ἄ.

Καί ὁ ὅρος «Προοίμιον», γιά νά ἀναθυμηθοῦμε τή γλωσσική, καί, δυστυχῶς, θαμμένη, γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, παραγωγή του, σύγκειται ἀπό τήν πρόθεση «πρό» καί τή λέξη «οἶμος», πού δηλώνει τόν δρόμο, ὅτι δηλαδή μᾶς κρατᾶ ἀπό τό χέρι καί μᾶς ποδηγετεῖ σ’ ἕνα ὁλόφωτο προαύλειο, ἀλλά καί δέν μᾶς ἀφήνει ἐκεῖ, προκειμένου νά μᾶς συντροφεύσει σέ μιά ἀνέκφραστη σέ πνευματικούς γλυκασμούς πορεία, μέχρι, πού, ἔμφορτοι θεοπρεπῶν ἐμπειριῶν, νά φθάσομε στό τέλος.

Αὐτό, λοιπόν, τό μέγεθος τῆς ἀπαρχῆς, ἀλλά καί τῆς προοδευτικῆς γεύσης καί ἐναπόθεσης θησαυροῦ στόν καρδιακό σιτοβολώνα τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζει καί λειτουργεῖ τό «Προοίμιον» τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ὁ ὁποῖος Ἀκάθιστος, γιά νά θυμίσομε, ἐπικράτησε νά μελωδεῖται, τμηματικά, κατά τό ἑσπέρας τίς τέσσερις Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν τελευταία Παρασκευή.

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν συντάκτη του, κάποιοι ἀναφέρουν τόν Ρωμανό τόν Μελωδό, ἄλλοι τόν Γεώργιο Πισίδη, ἄλλοι τόν Γερμανό, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἄλλοι τόν Γεώργιο Σικελιώτη καί ἄλλοι τόν θεωροῦν ὡς ἀνώνυμου ποιητῆ σύνθεμα. Ὁπότε καί ὁ ἀκριβής χρόνος παραγωγῆς του παραμένει, μᾶλλον, ἄγνωστος.

Ἀλλά καί, γιά νά πληροφορήσομε, ἀκόμη, γιά ἄλλα γνωριστικά στοιχεῖα τοῦ Ὕμνου, ἀναφέρομε πώς ὁ Ἀκάθιστος, λέγεται, ὅπως προαναφέρθηκε, καί «Κοντάκιον». Καί τοῦτο, γιατί, τότε, ὡς ὑποκείμενο γραφῆς χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἄνθρωποι κατεργασμένα δέρματα (περγαμηνές) τῆς ὠμοπλάτης τοῦ ζώου, ἑνώνοντάς τα σέ σχῆμα ρολοῦ, τά ὁποῖα καί στερέωναν, στήν ἀρχή καί στό τέλος τους, στίς σχισμές δύο κοντῶν-στρογγύλων ξύλων. Στίς ἄκρες τῶν δύο αὐτῶν κοντῶν-ξύλων πρόσθεταν δύο ξύλινες ἐξωχές, τά λεγόμενα «κομβία», ὥστε τό περιτυλιγμένο δερμάτινο φύλλο, τό ὁποῖο ἐλέγετο «εἱλητάριον» (ἀπό τό ἑλίσσω=τυλίγω), κατά τή διάνοιξή του, νά μήν ἐξολισθαίνει. Ἔτσι, ξετυλίγοντας ἀπό τόν ἕνα «κοντόν» τή μιά ἄκρη τῆς περγαμηνῆς, ἡ ὁποία, ἀσφαλῶς, καί εἶχε γραπτό κείμενο, καί τυλίγοντάς την στόν δεύτερο «κοντό», μποροῦσαν, ἀνάλογα, νά διαβάζουν ἤ νά ψάλλουν. Ἀπό, ἐδῶ, λοιπόν, προῆλθε καί ἡ ὀνομασία «Κοντάκιον».

Καί ὁ ὅρος «Ἀκάθιστος»; Γιατί; Διότι αὐτό συνδέεται μέ τή νυκτερινή καταστροφική θαλασσοταραχή, στήν ὁποία ὑπέπεσαν καί διαλύθηκαν, κυριολεκτικά, τά πλοῖα τῶν ἐπίβουλων, κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ἀβάρων (7-8 Αὐγούστου τό 626 μ.Χ.), τότε, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἡράκλειος ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν Περσῶν, προκειμένου νά ἀνακτήσει τόν Τίμιο Σταυρό, τόν ὁποῖο αὐτοί ἔκλεψαν καί ἀπήγαγαν, καταλαμβάνοντας τά Ἰεροσόλυμα (610 μ.Χ.).

Κι ἐνῶ κινδύνευε ἡ Πόλη, γιατί ὁ ὄγκος τοῦ στρατοῦ ἦταν σέ ἐκστρατεία, ὁ Πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, περιερχόταν τά τείχη, ἐμψυχώνοντας τούς λίγους ἀμυνομένους! Γιά νά ἀποδοθεῖ, τότε, ἡ νίκη καί ἡ κατίσχυση καί καταστροφή τῶν ἀρκυωρῶν Ἀβάρων στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁπότε, ὅλος ὁ πιστός λαός, ὅπως οἱ χρονογράφοι μαρτυροῦν, πορεύθηκε, ἕνεκα τοῦ θαύματος, στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί ἀνέπεμψε τό ὑπό ἀναφορά «Κοντάκιον» «ὀρθοστάδην (ὄρθιος-ἀκάθιστος) ἐπινίκιον ὠδήν (νικητήρια ψαλμική μελωδία), τῇ τοῦ Λόγου Μητρί» (στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Χριστοῦ).

Ἔτσι, ὡς φαίνεται, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ θαύματος, συντέθηκε καί τέθηκε, τότε, ὡς «Προοίμιον» τοῦ Ὕμνου, τό γνωστό σέ ὅλους τροπάριο: «Τῇ Ὑπερμάχῳ…», το ὁποῖο καί ἐπικράτησε, ἀντικαθιστώντας, τρόπον τινά, τό ἀρχικό καί πρωτογενές τροπάριο τοῦ Ἀκαθίστου, τό ὁποῖο ἔχει, ὡς ἑξῆς:

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει,

ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη

ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ·

ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς οὐρανούς,

χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί.

Ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου

λαβόντα δούλου μορφήν,

ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι,

χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»!

 

Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἔμφορτος θεοτικοῦ πλούτου προαύλειος λόγος συνοψίζει καί μᾶς εἰσοδεύει στό περιεχόμενο σύνολου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ὅπου διαλαλεῖται τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, κατά τό ἀρχικό αὐτό «Προοίμιον» τοῦ Ἀκαθίστου, στήν κατάλληλη στιγμή, μυστικά, ἀλλά εὔγλωττα διαβιβάζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἀπό αἰῶνες ἀναμενόμενη σωστική βουλή του, ἡ ὁποία καί προσλαμβάνεται ἀμέσως ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Καί αὐτός, μέ ἀσύλληπτη σπουδή, σπεύδει καί ἐπισκέπτεται στή Ναζαρέτ τό φτωχικό κατάλυμα τοῦ Ἰωσήφ, μεταφέροντας καί διαγγέλλοντας στήν δεκαπεντάχρονη καί Πάναγνη Μαρία, καί Κόρη, τί; «Ὅτι ὁ ἀχώρητος καί δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου Θεός, συγκαταβαίνοντας, ἀφήνει τούς οὐρανούς, καί, κενώνοντας-σμικρύνοντας τό ἀπειρομέγεθός του, χωρεῖται, καταδέχεται, χωρίς καμιά ἀλλοίωση καί μείωση τοῦ θείου μεγαλείου του, ὥστε ὅλος, ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, νά σκηνώσει στά μητρικά σου παρθενικά σπλάχνα. Γι’ αὐτή, λοιπόν, τήν ἀσύλληπτη καί ἀπερινόητη συγκατάβασή του, νά σκηνώσει μέσα σου, ἔχοντας τοῦ δούλου του ἀνθρώπου τή ‘‘μορφή’’-φύση, μένοντας ἐκστατικός καί κατάπληκτος, σοῦ κραυγάζω, ὦ Μαρία: ‘‘Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε’’»!

Ἔτσι, εἰσερχόμενος ὁ ἱερός Μελωδός στό κυρίως θέμα του, σέ εἴκοσι τέσσαρα Μέρη ἤ Οἴκους, ὅπως λέγονται, καί ἔχοντας στούς περιττούς Οἴκους ὡς ἀκροστιχίδα τό ἑλληνικό Ἀλφάβητο καί ὡς ἐφύμνιο τό «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», ἤ τό «Ἀλληλούϊα» στούς ἄρτιους, καί σέ μέτρο ρυθμοτονικό, ἄρχεται, σέ τόνο διηγηματικό, θεολογικό καί δοξαστικό, νά ἑρμηνεύει καί νά ἐξαίρει τόν ρόλο τοῦ μεγαλείου του προσώπου τῆς Παναγίας, ὡς τοῦ πλέον μοναδικοῦ καί ἀποκλειστικοῦ ὀργάνου τοῦ Θεοῦ, στό ἔργο τῆς σωτηρίας καί ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Ἔτσι, ἐξηγεῖται καί ἡ κορυφαία ἀναγνώριση καί ἔνταξη τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, κατά τήν κατανυκτική περίοδο τοῦ Τριωδίου, στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί, ἔτσι, ἑρμηνεύεται καί ἡ κατάταξή του στήν προσωπική καθημερινή προσευχητική πράξη τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ναί, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος πρέπει νά ἀποτελεῖ καθημερινή περιεκτική φωνή τῶν Θεομητορικῶν αἰτημάτων τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί γεγονός πνευματικῆς χαρᾶς καί ἀνάπαυσής μας!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....