ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Διηγεῖται τό «Γεροντικό» γιά τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἑνός Ἁγίου. Ἐνῶ οἱ Πατέρες κάθονταν ὁλόγυρά του, τό πρόσωπο του ἔλαμψε σάν ἥλιος. Καί τότε λέει σέ αὐτούς: «Νά, ἦρθε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος». Καί μετά ἀπό λίγο λέει πάλι: «Νά, ἤρθαν οἱ Προφῆτες». Κι ἔπειτα: «Νά, ἤρθαν καί οἱ Ἀπόστολοι». Καί τό πρόσωπό του γέμισε λαμπρότητα. Τόσο μεγάλος Ἅγιος ἦταν, πού κατέβηκε πλῆθος Ἁγίων, γιά νά συνοδεύσει τήν ψυχή του ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
Οἱ Πατέρες τόν ρώτησαν: «Πάτερ, μέ ποιόν μιλάς;». Γιατί αὐτοί δέν ἔβλεπαν κανέναν. Τότε εἶπε ἐκεῖνος: «Νά, ἤρθαν Ἄγγελοι νά παραλάβουν τήν ψυχή μου. Καί τούς παρακαλῶ νά μέ ἀφήσουν νά ζήσω λίγο ἀκόμη, γιά νά μετανοήσω λίγο». Τοῦ λένε οἱ Πατέρες ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη νά μετανοήσει. Καί ὁ Γέροντας τούς ἀπαντᾶ: «Δέν βλέπω στόν ἑαυτό μου νά ἔχω βάλει ἀρχή». Ἀπό τόν λόγο του αὐτό κατάλαβαν ὅλοι ὅτι εἶχε φτάσει σέ τελειότητα. Μετά ἀπό λίγο παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο καί ὅλο τό κελί γέμισε μέ εὐωδία.
Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά βάζουμε συνεχῶς μία νέα ἀρχή. Τό «βάζω ἀρχή» εἶναι μία φράση ἡ ὁποία συναντᾶται συχνά στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Ἅγιοι στόν ἀγῶνα τους γιά νά μετανοήσουν, νά ξεριζώσουν τά πάθη καί νά ἀγαπήσουν τόν Θεό, αἰσθάνονταν τήν ἀνάγκη κάθε μέρα νά βάζουν ἀρχή.
Κι ἐμεῖς, ὅταν πηγαίνουμε καί ἐξομολογούμαστε καί διαγράφει ὁ Θεός τά ἁμαρτήματά μας, αἰσθανόμαστε μία ἐσωτερική χαρά καί νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά κάνουμε μία καινούργια ἀρχή στή ζωή μας, νά εἴμαστε πιό προσεκτικοί.
Ἀντί ὅμως νά τό κάνουμε αὐτό μόνο μετά τήν Ἐξομολόγηση ἤ στήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς ἤ ὕστερα ἀπό κάποιους σημαντικούς σταθμούς τῆς ζωῆς μας, μποροῦμε νά τό κάνουμε ἀνά πᾶσα στιγμή.
Μποροῦμε, κάθε φορά πού τό ἔχουμε ἀνάγκη, νά λέμε: «Θά βάλω ἀρχή». Τό πρωί πού ξυπνᾶμε καί ἀρχίζει μία νέα μέρα, νά βάζουμε ἀρχή. Κάθε φορά πού πέφτουμε σέ ἁμαρτία, νά σηκωνόμαστε καί νά βάζουμε ἀρχή. Ὅταν πιάνουμε τόν ἑαυτό μας νά εἶναι ράθυμος, νά εἶναι σέ ἀκηδία, νά εἶναι λίγο κοιμισμένος, καλό εἶναι τότε νά βάζουμε ἀρχή.
Δηλαδή, νά ξεκινοῦμε πάλι τόν πνευματικό ἀγῶνα, νά μήν ἀπογοητευόμαστε καί νά μήν παραιτούμαστε. Νά βάζουμε ἀρχή, γιά νά αγαπήσουμε τόν Θεό. Νά βάζουμε ἀρχή, γιά νά ξεριζώσουμε τά πάθη μας· νά κάνουμε ὑπακοή στό θεῖο θέλημα· νά ἀφηνόμαστε ἐν λευκῷ στόν Θεό. Νά βάζουμε ἀρχή νά μήν παραπονιόμαστε γιά τίποτα.
Κι αὐτό, γιατί δέν μπορεῖ εὔκολα ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά καθαριστεῖ τελείως ἀπό τά πάθη του. Ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἐπιτυγχάνει μικρές νίκες καί προοδεύει σέ κάποιο πάθος, πάντα μένει ἕνα ὑπόλοιπο μέσα στήν ψυχή. Γι’ αὐτό συνέχεια χρειάζεται νά βάζουμε ἀρχή, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι.
Δέν εἶναι κοροϊδία οὔτε ὑποκρισία, ὅταν τό κάνουμε αὐτό. Δείχνουμε στόν Θεό ὅτι εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νά τά θυσιάσουμε ὅλα, προκειμένου νά Τόν βροῦμε.
Γιά παράδειγμα, προσεύχεται κανείς καί βλέπει ὅτι ὁ νοῦς του φεύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, δέν εἶναι συγκεντρωμένος στά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἤ παρατηρεῖ ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι λίγη ἤ δέν εἶναι θερμή. Βάζει λοιπόν ἀρχή ἀπό τώρα νά εἶναι προσεκτικότερος κι ἡ προσευχή του νά εἶναι θερμότερη καί λίγο περισσότερη καί νά τήν κάνει ἀπό καρδιᾶς.
Ἤ πάλι, θέλει κανείς νά γίνεται τό θέλημά του. Ὅμως τό θέλημα, ἡ ἐπιθυμία, τό πεῖσμα μας εἶναι αὐτό πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί μᾶς ὁδηγεῖ σέ σύγκρουση μέ τόν πλησίον. Θά βάλουμε λοιπόν ἀρχή νά κόψουμε τό θέλημά μας. Ἄς γίνει αὐτό πού θέλει ὁ ἄλλος. Νά δώσουμε προτεραιότητα στόν ἄλλο. Νά λέμε «αὐτός ξέρει καλύτερα ἀπό μένα». Ἑπομένως, ὅταν θά ἔχουμε θέλημα, συνεχῶς θά βάζουμε ἀρχή νά τό κόψουμε.
Ἄλλη περίπτωση πού μποροῦμε νά τό ἐφαρμόσουμε αὐτό εἶναι, ὅταν γενικά εἴμαστε μπερδεμένοι στή ζωή μας. Τότε ἄς ἀφήσουμε τίς δικές μας σκέψεις, τή δική μας λογική, ἄς σταματήσουμε νά ἀναλύουμε τόν ἑαυτό μας, προσπαθώντας νά καταλάβουμε τί μᾶς συμβαίνει. Καί νά κάνουμε μία νέα ἀρχή. Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού θά μᾶς θεραπεύσει, θά μᾶς φωτίσει, θά ξεδιαλύνει τό κουβάρι πού ἔχουμε μέσα μας.
Καί ἐνῶ συνεχῶς βάζει κανείς ἀρχή καί νομίζει ὅτι δέν γίνεται τίποτε καί δέν πετυχαίνει κάτι, διότι φαίνεται ὅτι πάντα εἶναι στήν ἀρχή καί δέν προχωράει, ὅμως μέσα στήν ψυχή του γίνεται δουλειά. Σιγά-σιγά ἀπαγκιστρώνεται κανείς ἀπό τόν παλαιό ἑαυτό του, ἐλευθερώνεται ἀπό τόν εγωισμό του καί γίνεται σωστός ἄνθρωπος. Νιώθει μέσα του εὐτυχία καί ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Δημιουργεῖται μέσα του μία ἄλλη διάθεση, ἕνα ἄλλο βίωμα. Ὅλα γίνονται καινούργια.
Σάν νά γεννήθηκε σήμερα. Σάν νά ξεκίνησε τώρα νά εἶναι Χριστιανός. Σάν νά πίστεψε τώρα στόν Χριστό καί σάν νά μετανόησε τώρα. Κι ἀπό τώρα ἄρχισε νά ταπεινώνεται καί νά ἀγωνίζεται.
Τό γεγονός ὅτι συνεχῶς κάτι ἄσχημο θά βλέπουμε νά βγαίνει ἀπό μέσα μας, νά μή μᾶς χαλάσει τή διάθεση καί νά μή μᾶς ἀποθαρρύνει. Νά ἔχουμε τή διάθεση νά ξαναρχίζουμε τόν πνευματικό ἀγῶνα.
Κι αὐτή ἡ ἐργασία δέν τελειώνει ποτέ. Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς μας ξανά καί ξανά νά «βάζουμε ἀρχή». Μέ φιλότιμο καί μέ ὄρεξη καί μέ ἀκλόνητη πίστη ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς λυπηθεῖ καί αὐτό πού δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς, θά τό κάνει Αὐτός. Καί τέλος, ἐκεῖ πού νομίζουμε ὅτι δέν προοδεύουμε πνευματικά, νά μᾶς πάρει ὁ Θεός καί νά βρεθοῦμε στή Βασιλεία Του.