Στις 25 Νοεµβρίου, ο Αλέκος Φασιανός γεννιέται στην Αθήνα δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων – ο παππούς του, ιερέας της εκκλησίας ζούσε εκεί µε όλη του την οικογένεια. Ο πατέρας του, είναι συνθέτης και καθηγητής µουσικής και η µητέρα του καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών.
Η επίδραση του παππού του υπήρξε καθοριστική στην διάπλασή του και ο ίδιος τον αναφέρει σε κάθε περίσταση που μιλάει για τον εαυτό του.
«Ο παππούς μου ήταν πάπας. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντας του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές η οι λαϊκές.
Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κι όλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα», συνήθιζε να λέει.
Την μητέρα του διακατείχε ένα πάθος για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και έτσι μαζί της συχνά επισκέπτονταν αρχαίολογικούς χώρους όπου έμαθε να γνωρίζει και να θαυμάζει το αρχαίο κάλλος.
Μέχρι τα 17 του ζωγράφιζε μόνος του με σκοπό να απάντησει στα άλυτα εικαστικά προβλήματα.
Zει την γερµανική κατοχή µέσα στον τρόµο: η πείνα βασιλεύει, οι εκτελέσεις των πολιτών πολλαπλασιάζονται. Ο θείος του εκτελείται από τους Γερµανούς για τα αντιστασιακά µηνύµατα που έγραφε στους τοίχους της Αθήνας.
Το 1945 ξεκινάει να ζωγραφίζει στη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου. Οι πρώτες του σπουδές διεξάγονται σε διαφορετικούς τόπους, συχνά σε εκκλησίες καθώς τα σχολεία βρίσκονται υπό την κατοχή γερµανών στρατιωτών.
Εισάγεται στο Ωδείο των Αθηνών και για δώδεκα χρόνια, σπουδάζει βιολί. Εκεί συναντάει µουσικούς όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης και την Ντόρα Μπακόπουλου, που θα διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο στη ζωή του.
Στο λύκειο συνδέεται µε νέους µαθητές µε τους οποίους µοιράζεται το ενδιαφέρον του για την τέχνη, τη συγγραφή και το θέατρο. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ετών, βοηθάει των παππού του στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και εκείνος τον ενθαρρύνει να ασχοληθεί µε τη ζωγραφική. Για τα θρησκευτικά βιβλία, σχεδιάζει και ζωγραφίζει µε χρωµατιστά µελάνια, και βινιέτες µε βυζαντινά σύµβολα.
Εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο του καθηγητή Γιάννη Μόραλη. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, παρακολουθεί το εργαστήριο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, του οποίου το πνεύµα λειτουργεί καταλυτικά για εκείνο του νεαρού ζωγράφου και κινητοποιεί το µελλοντικό του έργο. Οι σπουδές του ολοκληρώνονται, δέχεται την πρώτη ανάθεση από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, στον οποίο είχε ανατεθεί να κατασκευάσει, για ολόκληρη την Ελλάδα, τα ξενοδοχεία Ξενία – ο τουρισµός βρίσκοταν στις απαρχές του.
Ο Φασιανός συχνάζει στο καφέ brazilian, όπου συνδέεται φιλικά µε ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό, ο Νίκος Καρούζος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Ανδρέας Εµπειρίκος, ο Κώστας Ταχτσής και ο Δηµήτρης Άναλις. Αργότερα θα εικονογραφήσει πολλές από τις συλλογές αυτών των ποιητών.
Αμέσως άρχισε να εισάγεται στην εικαστική ζωή της πρωτεύουσας. Σπουδαστής ακόμα πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Α23 μαζί με τον Σταμάτη Σταματόπουλο και τον Παντελή Ξαγοράρη. Με αυτήν του την παρουσία ξεδιπλώνεται για πρώτη φορά το ποιητικό του όραμα. Ο Γ. Πετρής στην Επιθεώρηση Τέχνης επισημαίνει την σωστή χρωματική αντίληψη των έργων του.
Ένα χρόνο μετά, μαζί με τον Τσαρούχη, τον Μιγάδη, τον Αργυράκη και τον Μάινα συμμετέχει σε έκθεση στην γκαλερί Κούρος με θέμα τον πόλεμο.
Στο το 1960 έως το 1963 στο Παρίσι, µια υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης θα του επιτρέψει να σπουδάσει τη τεχνική της λιθογραφίας στο ατελιέ του καθηγητή Clairin.
Το 1966 παρουσίασε για πρώτη φορά στην Galerie 2+3. Από τότε και για 50 χρόνια ζούσε μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας.
Η επιτυχία αυτής της έκθεσης αποτέλεσε την έναρξη μιας δυνατής καριέρας.
Mε την επιστροφή του στην Αθήνα το 1963 η επαφή του με την καλλιτεχνική ζωής δεν είχε σταματήσει.
Μαζί με τον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Αντώνη Κεπέτζη, τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζα είχαν νοικιάσει από την Εθνική Πινακοθήκη ένα ατελιέ στην Καλλιθέα όπου και μέχρι το 1967 η παρέα δημιούργησε ένα ζωντανό εργαστήριο, το Ατελιέ της Καλλιθέας. Ένα από τα λίγα, αν όχι το μοναδικό καλλιτεχνικό ατελιέ που οι συναθροίσεις φίλων και οι σουρρεαλιστικές παραστάσεις ήταν αυτά που το κρατούσε ζωντανό.
Ο Φασιανός έχει πεί χαρακτηριστικά: «Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι.
Μια τεράστια απώλεια για τον ελληνικό πολιτισμό. Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών, ο Αλέκος Φασιανός. Ο εμβληματικός ζωγράφος που σφράγισε με το έργο του την εποχή του.