Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου

Ξημερώματα Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ 1826. Στήν ἡρωική πόλη τοῦ Μεσολογγίου ἐπικρατεῖ νεκρική σιγή. Ἄραγε κοιμοῦνται; Ὄχι! Κανείς δέν κοιμᾶται αὐτό τό βράδυ. Ὅλοι ἑτοιμάζονται. Μικροί καί μεγάλοι, νέοι καί γέροι, ἀθόρυβα, ὑπομονετικά, προσεκτικά, περιμένουν τό σύνθημα γιά νά ξεκινήσουν ὅλοι μαζί τήν ἡρωική τους Ἔξοδο.

Πάει ἕνας χρόνος τώρα, πού ἀντιστέκονται καρτερικά. Καί ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1825 ἀρχίζει ἡ δεύτερη φάση τῆς πολιορκίας μέ τόν αἰγύπτιο Ἰμπραήμ νά συμπράττει μέ τόν Κιουταχή. Ὁ κανονιοβολισμός εἶναι ἀνελέητος. Ἡ πολιορκία ἀσφυκτική. Στήν ἀρχή οἱ κάτοικοι ἄντεχαν. Τά τρόφιμα, ἄν καί λίγα, τούς ἀρκοῦσαν. Ὅσο περνοῦσε ὅμως ὁ καιρός, ἡ κατάσταση γινόταν ὅλο καί πιό τραγική. Οἱ Μεσολογγῖτες ἔφτασαν σέ σημεῖο ὁριακό. Τρόφιμα πλέον δέν ὑπῆρχαν καί οἱ πολιορκούμενοι ἀναγκάστηκαν νά σιτίζονται μέ φύκια, ποντίκια καί γάτες. Ἡ ἀπερίγραπτη πεῖνα τους καί ἡ μάταιη ἀναμονή γιά βοήθεια φέρνουν πιά τούς Μεσολογγῖτες στά ὅριά τους. Στίς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ξημερώματα τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν Βαΐων, ἀποφασίζουν νά κάνουν τήν μεγάλη καί ἡρωική τους Ἔξοδο.

Ἡ ἀπόφασή τους ἦταν πράξη συνειδητή. Ζητοῦσαν τήν ἐλευθερία τους ἤ τή λύτρωση ἀπό τόν θάνατο. Ἀποχαιρετίστηκαν μέ θάρρος, ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουν ὅλες τίς δυσκολίες.

Τά μεσάνυχτα, σύμφωνα μέ τό σχέδιο, χωρίζονται σέ τρεῖς ὁμάδες, μέ τήν ἐλπίδα νά σπάσουν τίς ἐχθρικές γραμμές, ἐπωφελούμενοι ἀπό τόν αἰφνιδιασμό τῶν πολιορκητῶν. Δυστυχῶς, τό σχέδιό τους ἀποτυγχάνει. Οἱ πολιορκητές δέν αἰφνιδιάζονται, ὅπως ἀνέμεναν, ἀντίθετα τούς περιμένουν γιά νά συντρίψουν τήν Ἔξοδό τους. Ἀπό τή μάχη πού ἀκολούθησε σώζονται ἐλάχιστοι. Τά γυναικόπαιδα πιάνονται καί πωλοῦνται ὡς δοῦλοι. Ὅσοι κατάφεραν νά ξεφύγουν ἀπό τή μανία τοῦ ἐχθροῦ, ἔφτασαν στήν πρωτεύουσα τοῦ τότε ἑλληνικοῦ κράτους, τό Ναύπλιο.

Στό μεταξύ οἱ πολιορκητές καταφέρνουν νά μποῦν μέσα στό Μεσολόγγι. Ἀκολουθοῦν φοβερές σφαγές καί δραματικές σκηνές.

Μέσα στόν πανικό πολλοί ἄκουσαν τή φωνή τοῦ δημογέροντα Χρήστου Καψάλη, πού τούς φώναζε νά συναχθοῦν στό σπίτι του. Πράγματι, συγκεντρώθηκαν ἀρκετοί. Γυναικόπαιδα, γέροντες καί τραυματισμένοι. Κι ὅταν τό σπίτι κυκλώθηκε ἀπό τούς εἰσβολεῖς, ἐκεῖνος κι ὅσοι ἦταν μαζί του προτίμησαν νά βροῦν τόν θάνατο, παρά νά τούς βρεῖ ἡ αἰχμαλωσία. Ἔβαλε φωτιά στήν πυριτιδαποθήκη συμπαρασύροντας στόν θάνατο 2.000 Ὀθωμανούς.

Ξημερώματα Μεγάλης Δευτέρας ὁλόκληρη ἡ πόλη ἔχει καταληφθεῖ ἀπό τούς πολιορκητές. Ἕνα προπύργιο ὅμως στέκεται ἀκόμα ὄρθιο καί μάχεται. Εἶναι ὁ Ἀνεμόμυλος σέ μιά νησίδα ἐλάχιστα μέτρα μακριά ἀπό τό ἠπειρωτικό μέρος τοῦ Μεσολογγίου. Ἐκεῖ βρίσκεται καί ὁ μητροπολίτης Ρωγῶν Ἰωσήφ μέ τίς ἐλάχιστες ψυχές πού μάχονται μαζί του. Ἡ μορφή του ἐπιβλητική καί συνάμα ἀσκητική. Καθημερινά περιδιάβαινε τά τείχη τῆς πόλεως γιά νά εὐλογήσει καί νά ἐμψυχώσει τούς προμάχους της.

Λίγες ὧρες πρίν τήν ἡρωική Ἔξοδο τέλεσε τήν τελευταία θεία Λειτουργία στόν ναό τοῦ ἁγίου Παντελεήμονα. Ἀφοῦ κοινώνησε τούς ὑπερασπιστές τοῦ Μεσολογγίου, ἑτοιμάστηκε κι ὁ ἴδιος γιά τήν Ἔξοδο, στήν ὁποία συμμετεῖχε στήν 3η φάλαγγα, μαζί μέ τά γυναικόπαιδα. Γιά ἄγνωστο ὅμως λόγο, ἐπέστρεψε, μαζί μέ μία μερίδα τῆς φάλαγγας, πίσω στήν πόλη καί κλείστηκε μέσα στόν Ἀνεμόμυλο. Ὅταν πιά χάθηκε κάθε ἐλπίδα γιά βοήθεια, πῆραν τήν ἀπόφαση νά πεθάνουν ἡρωικά. Μέ μία δάδα στό χέρι, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, βάζει φωτιά στό τελευταῖο μπαρούτι, προκειμένου κανείς τούς νά μήν πέσει στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Τό μπαρούτι αὐτό ἀνατίναξε τούς ἴδιους καί προκάλεσε μεγάλες ἀπώλειες στούς κατακτητές.

Ἦταν Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1826, ὅταν τό τελευταῖο προπύργιο τοῦ Μεσολογγίου ἔπεσε ἡρωικά. Οἱ πολιορκητές, μετά τήν ἀνατίναξη, ὅταν ἡ φωτιά καταλάγιασε, ρίχτηκαν στά συντρίμμια γιά νά βροῦν θησαυρούς καί τυχόν ἐπιζῶντες. Μέσα στά χαλάσματα βρίσκουν μισοπεθαμένο τόν ἐπίσκοπο Ἰωσήφ. Τόν ἁρπάζουν, τόν κρεμοῦν καί γδέρνουν τό σῶμα του. Ξεψύχησε μετά ἀπό λίγο μαρτυρικά.

Ἡ ἱστορία τοῦ Μεσολογγίου, οἱ ἀγῶνες του, ἡ ἀντοχή του, συγκίνησαν τόν ἐθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. «Τά μάτια μου δέν εἶδαν τόπο ἐνδοξότερο ἀπό τοῦτο τό ἁλωνάκι», εἶπε κάποτε. Μάλιστα, ὁ ἴδιος ἔγραψε καί ἀφιέρωσε στούς ἥρωες τοῦ Μεσολογγίου τήν ποιητική του σύνθεση «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι».

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή στόν κάμπο βασιλεύει·

λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί κι ἡ μάνα τό ζηλεύει.

Τά μάτια ἡ πεῖνα ἐμαύρισε· στά μάτια ἡ μάνα μνέει·

στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλός παράμερα καί κλαίει:

«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ ἔχω ’γώ στό χέρι;

ὁπού σύ μοῦ ’γινες βαρύ κι ὁ Ἀγαρηνός τό ξέρει».

Τό Μεσολόγγι ἀπελευθερώθηκε δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 11 Μαΐου 1829. Τό 1937 ἀναγνωρίστηκε ὡς «Ἱερά Πόλις» καί ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων ὁρίστηκε ὡς ἐπέτειος τῆς ἡρωικῆς Ἐξόδου.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΣ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....