απο το ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Ὁ οὐρανός εἶναι βαρύς, σάν νά ἑτοιμάζεται νά μᾶς χαρίσει εὐεργετικές σταγόνες βροχῆς. Ὁ ἄνεμος κάνει τούς περαστικούς νά κουμπώνουν τά μπουφάν καί τά παλτό τους, ἐνῶ τά χέρια μπαίνουν στίς τσέπες γιά νά προστατευτοῦν ἀπό τό κρύο. Τό βῆμα εἶναι ταχύτερο, ἀναλόγως καί μέ τήν ἡλικία. Ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού βγάζουν αὐτή τή βραδινή ὥρα τά κατοικίδιά τους γιά βόλτα εἶναι πιό βιαστικοί.
«Χειμωνιάτικο κρύο», σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω τά τελευταῖα φύλλα πού χορεύουν, πέφτοντας ἀπό τά δέντρα στό πεζοδρόμιο. Σέ λίγη ὥρα θά εἶμαι ἐπιτέλους στό σπίτι. Διασταυρώνομαι μέ δύο κορίτσια πού κοιτᾶνε τό κινητό τους καί εἶναι ἡ πολλοστή φορά πού θαυμάζω τήν ἱκανότητα τῶν νέων παιδιῶν νά περπατᾶνε κοιτώντας τό κινητό καί νά μή σκοντάφτουν οὔτε στιγμή διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις.
Ἀπέναντί μου βλέπω μιά κοπέλα μέ σπασμένο πόδι καί πατερίτσες. Σέ λίγα βήματα βρισκόμαστε στήν ἴδια εὐθεῖα. Περνᾶμε μπροστά ἀπό ἕνα κατάστημα, σάν μικρό παντοπωλεῖο, πού πουλάει καφέδες. Ἡ κοπέλα μέ τίς πατερίτσες κάνει νά μπεῖ μέσα, ἀλλά ἡ γυάλινη πόρτα εἶναι βαριά καί τή δυσκολεύει στό ἄνοιγμα. Χωρίς δισταγμό τῆς ἀνοίγω τήν πόρτα νά περάσει, μέ εὐχαριστεῖ μέ εὐγένεια, τῆς λέω περαστικά καί τήν περιμένω νά μπεῖ στό κατάστημα.
Ὡραῖο τό συναίσθημα, τό παραδέχομαι καί νιώθω ἱκανοποίηση πού βοήθησα ἕνα συνάνθρωπό μου. Νιώθω ὅτι ἔβαλα κι ἐγώ ἕνα λιθαράκι καλοσύνης στόν κόσμο αὐτό, τόν γεμᾶτο ἀδιαφορία καί κακία. Γιά λίγες στιγμές εὐτυχῶς κράτησε ὁ αὐτοθαυμασμός μου, γιατί ὁ παγωμένος ἀέρας μέ συνεφέρε καί μέ προσγείωσε ἀπότομα.
Ἕνα ἐρώτημα ἔρχεται καί βοηθάει στήν ἀπότομη ἐπαναφορά στήν πραγματικότητα. Καί αὐτό εἶναι: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶμαι τόσο καλή μέ τούς ἀγνώστους, νά βοηθάω σέ ἀνύποπτο χρόνο καί κυρίως χωρίς νά μοῦ ζητηθεῖ τόν κάθε περαστικό, καί σωστά πράττω, ἀλλά ὅταν μοῦ τό ζητήσει κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά μου, τότε σέ τάχιστο χρόνο ἀρνοῦμαι ἤ ἀδιαφορῶ ἤ θυμώνω κιόλας; Πῶς γίνεται οἱ ξένοι νά μᾶς θεωροῦν ἀξιαγάπητους, δοτικούς ἀνθρώπους, ἀλλά στήν πραγματικότητα, στήν καθημερινότητα καλύτερα, νά εἴμαστε τό ἀντίθετο;».
Μήπως τελικά γιά νά γεμίσει ὁ κόσμος μας καλοσύνη καί ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους, γιατί ὄχι, ἀκόμη καί γιά νά ἀλλάξει πρός τό καλύτερο ὁ κόσμος μας, πρέπει πρώτιστα καί κυρίως νά δείχνουμε στούς κοντινούς μας τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἀγάπη μας;
Καί ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία θά εἶναι νά κάνουμε αὐτές τίς μικρές, καθημερινές πράξεις χωρίς νά μᾶς τό ζητήσουν. Χωρίς νά παρακαλέσουν, χωρίς νά φοβηθοῦν ὅτι θά κατεβάσουμε γεμᾶτοι νεῦρα τά μοῦτρα μας.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, νά γίνουμε σπλαχνικοί, ὅπως Αὐτός σπλαχνίσθηκε τή χήρα τῆς Ναΐν. Νά εἶναι ἡ καρδιά μας γεμάτη ἀγάπη, ὅπως τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, ὄχι μόνο γιά τούς ξένους, ἀλλά κυρίως γιά τούς δικούς μας ἀνθρώπους. Εἶναι στό χέρι μας!