Μια μέρα σαν σήμερα, 27 Αυγούστου (Σεπτέμβριος με το παλιό ημερολόγιο), δολοφονείται με απεχθή τρόπο, από πλήθος Τούρκων, ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
«Αδελφοί μου, η ώρα είναι δεινή, αλλά και ο Θεός είναι μεγάλος. Έχετε πίστιν εις Αυτόν. Δοκιμαζόμεθα, αλλά ας μην ολιγοπιστώμεν…». Ήταν τα τελευταία λόγια του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τους κατοίκους της πόλης από του άμβωνος του ναού της Αγίας Φωτεινής.
Οι τσέτες είναι πια κοντά και οι Έλληνες απομακρύνονται. Οι κάτοικοι της Σμύρνης, έχουν νιώσει την λερή ανάσα των Τούρκων να βρομίζει την ωραία πόλη τους.
Ο ταπεινός ιεράρχης Χρυσόστομος, βλέποντας το κακό να πλησιάζει κάνει μια τελευταία έκκληση στον Βενιζέλο: «…Εάν διά να σώσητε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκον Σας να προβήτε εις το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης, μη διστάσητε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα, ίνα σώσητε τώρα ολόκληρον τον απανταχού γης και ιδία τον Μικρασιατικόν και Θρακικόν Ελληνισμόν, ο οποίος τόσην θρησκευτικήν λατρείαν τρέφει προς Υμάς. Και νυν, φίλτατε αδελφέ, Σε μόνον θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε σωτήρα και Μεσσίαν μας»…
Σφαγή και θρήνος
Ο «Μεσσίας», δεν μπόρεσε να κάνει το θαύμα. Την επομένη ημέρα, 26 του Αυγούστου του 1922 οι δρόμοι της Σμύρνης κατακλύζονται από τρομαγμένους πρόσφυγες που προσπαθούν να εγκαταλείψουν με όποιο τρόπο μπορούν την πόλη τους. Τα πλοία φεύγουν αφήνοντας πίσω τους οιμωγές και πανικό. Τρέπονται σε φυγή και οι Αρχές της πόλης. Ο σκληρός ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης χάνεται στα σκοτεινά δρομάκια της Ιστορίας και την επομένη, μια μέρα σαν σήμερα, 27 Αυγούστου του 1922 μπαίνουν στην πόλη οι εχθροί.
Ο πρώτος που συλλαμβάνεται, μετά από εντολή του Νουρεντίν πασά, είναι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος· μπορούσε να φύγει, μα δεν έφυγε: στάθηκε πλάι στο κατατρεγμένο ποίμνιό του.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος προσήχθη ενώπιον του Νουρεντίν στο Διοικητήριο. Εκεί ο τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους και αφού τον εξύβρισε τον παρέδωσε στους εξαγριωμένους Τούρκους που είχαν κατακλύσει την πλατεία του Διοικητηρίου.
Πρώτοι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι δύο Δημογέροντες Γεώργιος Κλιμάνογλου και Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου.
Σύμφωνα με περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, τον Χρυσόστομο τον οδηγούν σε ένα κουρείο, στις παρυφές των ευρωπαϊκών συνοικιών. Του φορούν άσπρη μπλούζα κι έπειτα του ξεριζώνουν τα γένια, του κόβουν τη μύτη και τα αυτιά.
Ναύτες των Συμμαχικών δυνάμεων παρακολουθούν τα βασανιστήρια, στα οποία συμμετέχουν και γυναίκες. Κάποιοι θέλουν να επέμβουν, όμως, οι διαταγές που λαμβάνουν από τους επικεφαλής τους είναι ξεκάθαρες: ουδετερότητα. Έτσι, Τούρκοι σύρουν τον ιεράρχη στις τουρκικές συνοικίες, όπου τον διαμελίζουν και τον κατακρεουργούν. Ουδείς έμαθε ποτέ τι απέγιναν τα λείψανα του ιερομάρτυρα της Σμύρνης. Άλλοι λένε πως ρίχθηκαν στη θάλασσα, άλλοι πως κάποιοι κάτι έθαψαν από αυτά…
Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Ο καθηγητής αρχαιολόγος – Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς σε ομιλία του, στις 14 Δεκεμβρίου του 1982, στην Ακαδημία Αθηνών κατέθεσε κατασυγκινημένος μια εμπειρία του: «Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ, βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στρυμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προορισμένοι για θάνατο. Τις βραδινές ώρες, φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις πέντε το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το πρόσωπό του το κατάχλομο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έριξαν το κομματιασμένο του κορμί».
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης είχε γεννηθεί στις 8 Ιανουαρίου 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας – επαρχία Προύσας – στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Διετέλεσε επίσκοπος και θεολόγος Μητροπολίτης Δράμας και Σμύρνης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε τον Χρυσόστομο Άγιο ως Ιερομάρτυρα.
πηγη ethnos