Σάν πελώρια κύματα τά πλήθη τῆς Ἱερουσαλήμ τρέχουν νά ὑποδεχθοῦν τό Μεσσία. «Ὡσαννά! ὡσαννά!», ξεσποῦν οὐρανομήκεις οἱ ζητωκραυγές. Δόξα καί τιμή στόν Σωτῆρα που φθάνει. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ὁ Χριστός ὅμως γνωρίζει πόσο θολές εἶναι οἱ πηγές τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ ὄχλου, πόσο ἐπιφανειακά τά αἰσθήματά του. Τά γεγονότα πού ἀκολούθησαν ὑπογράμμισαν μέ ἀφάνταστη τραγικότητα τήν ἀλλοπρόσαλλη καί ἐγωπαθῆ ψυχολογία τους. Ὅταν εἶδαν ὅτι τά πράγματα δέν ἐξελίχθηκαν ὅπως περίμεναν, ὅτι ὁ Ἰησούς δέν ἀνακηρύχθηκε βασιλιάς, ὁ ἐνθουσιασμός τους μεταβλήθηκε σέ ἀποκαρδίωση καί περιφρόνηση.
Οἱ πολλοί τόν ἐγκατέλειψαν, ἀρκετοί δέ δίστασαν νά σμίξουν τίς φωνές τους μέ τούς φανατικούς ἐχθρούς Του μπροστά στόν Πιλάτο: «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Αὐτή ἡ ψυχολογία τῶν μεταπτώσεων δέν ὑπῆρξε ἀποκλειστικότητα τῶν Ἑβραίων. Χαρακτηρίζει λαούς καί ἄτομα.Τραγικές μεταπτώσεις ταλαιπωροῦν τήν ψυχή μας καί σέ πολλές φάσεις τῆς προσωπικῆς μας θρησκευτικῆς ζωῆς. Ὅταν ἀπό τή μιά μεριά εὐλογοῦμε τόν Θεό καί ἔπειτα πάνω στήν ἐργασία μας, καταπατοῦμε τόν νόμο Του, δέν βαδίζουμε στά ἴχνη τοῦ ἰουδαϊκοῦ ὄχλου; Ὅταν σήμερα οἰκογενειακῶς ὑμνοῦμε τήν ἀγάπη Του καί ἀργότερα, πάνω στά θέματα τῆς περιουσίας, τῆς ρυθμίσεως τῶν διαφόρων οἰκογενειακῶν ζητημάτων, ἀφήνουμε νά μᾶς κατευθύνουν οἱ ἐχθροί Του —τό πεῖσμα καί τό μίσος — δέν κάνουμε τό ἴδιο;
Ὅταν αὐτή τήν ἑβδομάδα προσκυνοῦμε τόν Σταυρό καί τά Πάθη του, καί τίς ἄλλες ρίχνουμε στόν βόρβορο τήν ψυχή μας, πού τήν ἔπλυνε μέ τό τίμιο Αἷμα Του, δέν παρουσιάζουμε ἀνάλογη φρικτή εἰκόνα μεταπτώσεων; Ὅταν σήμερα ὑψώνουμε ἱκετευτικά τά βλέμματά μας στόν Νυμφίο, καί ἀργότερα τά ἐκτοξεύουμε γεμάτα φλόγες ὀργῆς ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, πού εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματός Του, δέν κάνουμε κατ’ οὐσίαν κάτι παρόμοιο; Ὅταν ἀπό τή μία μεριά τό χέρι μας κρατᾶ πανηγυρικά τά βάγια ἤ τή λαμπάδα τῆς Ἀναστάσεως, καί κατόπιν στήν καθημερινή βιοπάλη παίρνει τό ψεύτικο μέτρο, τόν παράνομο τόκο, τήν πέννα τῆς συκοφαντίας γιά νά μουντζουρώση τήν ὑπόληψη τοῦ ἄλλου, δέν μιμούμεθα οὐσιαστικά τήν ἄθλια στάση τῶν ἑβραϊκῶν μαζῶν; Ἤ μήπως νομίζουμε ἀδελφοί, ὅτι περισσότερο στοίχισαν στόν Κύριο ἡ ὀχλοβοή τοῦ μίσους μπροστά στό πραιτώριο, ἀπό τή φοβερή βοή τῶν παθῶν, ποῦ ζητοῦν τή θανάτωσή Του στόν χῶρο τῆς καρδίας μας;
Ἄς μιμηθοῦμε ἀδελφοί τόν εὐγνώμονα ληστή πού ἄνοιξε τόν παράδεισο, βάζοντας ὡς κλειδί του τό «Μνήσθητί μου Κύριε».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ