«’Αγαλλιάσθω ἔρημος καί ἀνθήτω ὡς κρῖνον» (Ἠσ. 35, 1)

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

 

 

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ζεῖ ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Τό ἔθνος του εὐτύχησε νά ἔχει ἐκπροσώπους τοῦ Θεοῦ καί καθοδηγητές «κατά τήν καρδίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰερ. 3, 15). Ὡστόσο, δέν ἦταν λίγες οἱ φορές, ὅπου πολιτικοί καί θρησκευτικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ «ἐξέκκλιναν ἅμα καί ἠχρειώθησαν» (Ψαλμ. 52, 4), στρεφόμενοι ἐνάντια στόν Θεό καί παρασύροντας καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί πρίν ἀπό τόν Ἠσαΐα θά διεγείρει θρηνητική φωνή ὁ προφήτης Ἠλίας, γιά νά διεκτραγωδήσει τό εἰδωλολατρικό καί ἠθικό κατάντημα τοῦ Ἰσραήλ, λέγοντας: «Ζηλῶν ἐζήλωσα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι (ζῆλος μεγάλος συνέχει τήν ψυχή μου γιά σένα, Κύριε καί παντοκράτορα), ὅτι ἐγκατέλιπόν σε οἱ υἱοί Ἰσραήλ (γιατί σέ ἐγκατέλειψαν οἱ ὁμοεθνεῖς μου)· τά θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν (κατέστρεψαν-βεβήλωσαν) καί τούς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ (σκότωσαν τούς προφῆτες σου μέ δίκοπο σπαθί), καί ὑπολέλειμμαι ἐγώ μονώτατος (καί παρέμεινα ἐγώ ἐντελῶς μόνος-διαμαρτυρόμενος) καί ζητοῦσι τήν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν (καί μέ ἀναζητοῦν καί ἐμένα, γι’ αὐτό καί κρύβομαι, γιά νά μοῦ πάρουν τήν ψυχή μου) (Γ΄ Βασ. 19, 10).

Ἄλλωστε καί ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος θά διεκτραγωδήσει τό κατάντημα τοῦτο τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί θά ἐλέγξει μέ δριμύτητα τό γένος τῶν Ἑβραίων, κατά τή δίκη του, πρίν τόν λιθοβολήσουν, λέγοντας: «Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; (Ἀλήθεια, ποιόν ἀπό τούς προφῆτες δέν καταδίωξαν μέχρι θανάτου οἱ ὅμοιοι μέ σᾶς πρόγονοί σας;)» (Πράξ. ζ΄ 52).

Καί αὐτά, ὅπως καί πολλά ἄλλα παρόμοια, συνέβαιναν καί παρακολουθοῦσαν τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων.

Ὡστόσο, πολύ χειρότερα καί ἀνεκδιήγητα παρατηροῦνταν καί στή ζωή τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν, τά ὁποῖα καί θά συνοψίσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας: «… καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία… ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά (ἀντί) τόν κτίσαντα (ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τά ἔκτισε)… (ὑπῆρξαν) πεπληρωμένοι (γεμᾶτοι)… πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας… κακοηθείας… ἐφευρεταί κακῶν…» (Ρωμ. α΄ 21· 23· 29· 30). Καί τήν πλάνη τους, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Θεό, ἀλλά καί τήν ἀήθη συμπεριφορά τους παρακολουθοῦσαν καί ἐμπότιζαν τά τῆς «ἀτιμίας πάθη τους» (Ρωμ. α΄ 26-27).

Καί ὅλα τοῦτα, τά παρελθόντα, τά παρόντα καί τά μελλούμενα κακά συνορᾶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας καί τά συνοψίζει, παρομοιάζοντας σύνολη τήν ἀνθρωπότητα «ὡς λαόν πορευόμενον (καί καθήμενον) ἐν σκότει (μέσα στό πυκνό σκοτάδι τῶν πτώσεων, τῆς πλάνης καί τῶν παραπτωμάτων του) (καί ὡς) οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου (καί ὡς οἱ εὑρισκόμενοι κάτω ἀπό τήν ἀπειλητική δυναστεία καί τυραννία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου)» (Ἠσ. 9, 2. Ματθ. δ΄ 16).

Σ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν πανανθρώπινο κόσμο, τόν ὁποῖο παρομοιάζει μέ τήν ἀπαράκλητη ἔρημο (Ἠσ. 35, 1), ἀπευθύνεται ὁ προφητικός λόγος τοῦ Ἠσαΐα καί τούς καλεῖ νά ἀναλάβουν τά χέρια τους τίς δυνάμεις τους καί νά σταθοῦν στερεά στά πόδια τους. Ναί. «Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι (πάρτε δυνάμεις χέρια ἀνήμπορα) καί γόνατα παραλελυμένα (καί γόνατα παράλυτα)… ἰσχύσατε καί μή φοβῆσθε (πᾶρτε θάρρος καί μή σᾶς κυριεύει ὁ φόβος τοῦ κακοῦ» (᾽Hσ. 35, 3-4). Γιατί; Διότι «ἰδού ὁ Θεός ἡμῶν…. αὐτός ἥξει (θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ) καί σώσει ἡμᾶς» (Ἠσ. 35, 4).

Καί, ἐνῶ περιλαμβάνει καί τόν ἑαυτό του ὁ Ἠσαΐας μεταξύ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναμένει τό μοιραῖο καί τραγικό τέλος του, ἐξαιτίας τῶν ἀνομημάτων του, ὡστόσο διαγγέλλει καί στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν πανανθρώπινη κοινωνία, τή θεόσταλτη σωτήρια εἴδηση: πώς ἄν καί ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στό χωρίς ἐπιστροφή κατάντημά του, ὁ Πλάστης καί Θεός του δέν τόν ἐγκατέλειψε. Γι’ αὐτό, καί, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψει πρός τόν ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖο ἐγκατέλειψε, αὐτός ὁ Θεός πορεύεται καί ἔρχεται κοντά του, γιά νά τόν συναντήσει. Ναί. «Αὐτός (ὁ Θεός) ἥξει καί σώσει ἡμᾶς» (᾽Ησ. 35, 4).

Καί, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς θείας ἐπίσκεψης, ἀγαλλιᾶται προκαταβολικά ἡ ψυχή τοῦ Προφήτη καί, μέ ἔμπλεη τή βεβαιότητα τοῦ θείου ἐλέους, προβαίνει σέ μιά ὑπερβολική παρομοίωση καί πραγματικότητα. Ναί, στά ἀνθρώπινα πράγματα αὐτό δέν μπορεῖ νά συμβεῖ. Ἀλλά στά τοῦ Θεοῦ ζητήματα, «τίς ἱκανός τούτῳ (τῷ Θεῷ) ἀντερεῖν; (Ποιός μπορεῖ νά τό διαψεύσει), διδάσκει σύστοιχα ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Ἔτσι καί θά ἐπιμείνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, λέγοντας: «Ὅ,τι Κύριος βεβούλευται (αὐτό τό ὁποῖο ὁ Θεός ἀποφάσισε), τίς διασκεδάσει; (Ποιός ἔχει τή δύναμη νά τό ἀναιρέσει;)» (Ἠσ. 14, 27). Καί ποιά εἶναι, τελικά, ἡ σωτήρια βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διαγγέλλει πανηγυρικά ὁ Προφήτης; «Εὐφράνθητι (χαῖρε) ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω (φώναξε χοροπηδώντας ἡ) ἔρημος καί ἀνθείτω ὡς κρῖνον» (Ἠσ. 35, 1).

Ναί. Τοῦτο τό ἐλπιδοφόρο καί σωστικό μήνυμα εἶναι ἡ ἀπάντηση καί στήν ἔρημη καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό, ἄς τό ἐνωτισθοῦμε, ὅλοι μας, καί ἰδιαίτερα ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι καί φερόμενοι, ὡς χριστιανοί.

Ἄν, δηλαδή, ἡ καρδία μας ἔπαυσε νά εἶναι ἄνυδρη καί ἄγονη ἔρημος, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας μας, τότε σίγουρα θά πρέπει νά ἀγαλλιᾶται πασίχαρα, γιατί ἔχει ἀνθήσει σ’ αὐτή, «ὡς κρῖνον εὔοσμον», ὁ Κύριός μας καί λυτρωτής μας Ἰησοῦς Χριστός! Διαφορετικά, ἀλλοίμονό μας!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....