Στους Συναξαριστές αναφέρεται ότι ο Άγιος Λεωνίδης, Επίσκοπος Αθηνών, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 250 μ.Χ. Σε κάποιους από τους Κώδικες αναφέρεται ως Μάρτυς, γεγονός όμως που δεν αποδεικνύεται.
Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει σε δύο διαδοχικές ημέρες του μηνός Απριλίου, δύο Αγίους του 3ου αιώνος μ.Χ. φέροντες το όνομα Λεωνίδης. Τον μεν πρώτο τον επίσκοπο Αθηνών Λεωνίδη, στις 15 Απριλίου, τον δε δεύτερο τον εκ Τροιζηνίας μάρτυρα στις 16 Απριλίου μαζί με τις 7 γυναίκες μαθήτριες, που μαρτύρησαν μαζί του. Διά τον Άγιο Λεωνίδη τον επίσκοπο Αθηνών, κανένα υπόμνημα δεν περισώθηκε, έν αντιθέσει με τον μάρτυρα Λεωνίδη.
Ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που συνελήφθη το Πάσχα του 250 μ.Χ. στην Τροιζήνα της Πελοποννήσου κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, κρεμάμενος επί ξύλου και σχιζόμενος με σιδερένια νύχια μέχρι θανάτου.
Η σωστή ή λανθασμένη σύγχυση των δύο προσώπων προέρχεται πάντως από τον 4 αιώνα μ.Χ., όπου έγινε η μεταφορά των Αγίων Λειψάνων του μάρτυρος Λεωνίδος μετά των συν αυτών μαρτύρων στην Αθήνα από την Πελοπόννησο. Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε εν μέσω τιμών προκειμένου να επιστρέψουν τα λείψανα του “συντοπίτου” τους Αγίου, στην γενέτειρά τους. Κατά την αυτοκρατορία λοιπόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου (272 – 337 μ.Χ.) τα Άγια λείψανα τοποθετήθηκαν σε μια υπόγεια νεκρική κρύπτη – προσκύνημα, σε μια νησίδα του ποταμού Ιλισσού της Αθήνας, που αποκαλείτο έκτοτε “Μαρτύριο”. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη και ως εκ τούτου, άμεσα προέκυψε η ανάγκη ανεγέρσεως μεγάλου ναού. Πράγματι, τον 5ο αιώνα μ.Χ. κτίστηκε μεγαλοπρεπής βασιλική δίπλα στο “Μαρτύριο”, μήκους 55 μέτρων και πλάτους 22 μέτρων, πιθανόν με την ενεργή ανάμειξη της Αθηναίας αυτοκράτειρας, Αγίας Ευδοκίας , συζύγου του Θεοδοσίου του Β΄ (401-450 μ.Χ.). Η εσωτερική διακόσμηση του ναού πρέπει να ήταν αντιστοίχως λαμπρή των διαστάσεων του ναού, γεγονός που μαρτυρείται από τα μαρμάρινα κομμάτια που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή.