«Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο. Οίμοι τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα και δόξης μακρυνθέντα….»
Το τροπάριο αυτό ψάλαμε, Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα, στον Εσπερινό της παρελθούσης Κυριακής της Τυρινής, κατά την οποία, όπως έταξαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, «ανάμνησιν εποιήσαμεν της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ».
Με αυτήν την εικόνα του θρηνούντος Αδάμ άνοιξε και διανύθηκε η προπαρασκευαστική της Μεγάλης Τεσσαρακοστής εβδομάδα, η εβδομάδα της Τυρινής, και αυτή η εικόνα θα παραμείνει στο νου μας καθ’ όλη τη διάρκειά της, μέχρι και τη λαμπροφόρο Κυριακή της Αναστάσεως του Κυρίου μας, προς την οποία θα πορευθούμε με την ελπίδα και της δικής μας συναναστάσεως.
Θρηνεί ο Αδάμ, και μαζί του ο κάθε πιστός, διότι, ενώ πλάσθηκε «κατ’ εικόνα Θεού», και κατ’ εικόνα της απαθείας Του και της αθανασίας Του, αλλά κυρίως κατ’ εικόνα της ελευθερίας Του, ενώ ο Θεός τον κατέστησε κτίσμα δυναμικό, ώστε να υψωθεί κάποτε στο «καθ’ ομοίωσιν», εκείνος «απάτη πονηρά επείσθη», όπως αναφέρει το τροπάριο. Η εμπιστοσύνη που του ζητήθηκε κατά τη Δημιουργία, δεν κατευθύνθηκε προς τον Πλάστη του, αλλά προς τον πονηρό, για να γευθεί έτσι ο Αδάμ τον καρπό της ψευδούς θεώσεως, ενός ευκολότερου και συντομότερου, αλλά βεβιασμένου και ψευδούς καθ’ ομοίωσιν.
Συνέπεια αυτού ήταν ο άνθρωπος, αντί να παραμείνει, ως επλάσθη, απαθής, να καταλήξει πλάσμα αιχμάλωτο της αμαρτίας, αντί για αθάνατος να γίνει θνητός, αντί για ελεύθερος να γίνει δούλος, να αποκτήσει δηλαδή όλες αυτές τις αντίθετες και αρνητικές ιδιότητες, που εμποδίζουν την κοινωνία του με τον Θεό, που τον εμποδίζουν να είναι πραγματικά άνθρωπος. Να υφίσταται τον θάνατο, τη φθορά και την ροπή προς τα πάθη, τα οποία έκτοτε είναι συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φύση.
Παρ’ όλα αυτά, η πνοή που του ενεφύσησε ο Θεός κατά τη Δημιουργία ήταν, και είναι, πιο ισχυρή και η αμαρτία δεν αλλοίωσε τη φύση του ανθρώπου, κάνοντας το θάνατο βασικό συστατικό της. Διότι ακόμα και στην κατάσταση του θανάτου ο άνθρωπος διατηρεί το «κατ’ εικόνα» του Θεού, πού είναι αποτυπωμένο στη φύση του, όσο αλλοιωμένη και κηλιδωμένη και αν είναι αυτή από την απιστία και την παρακοή. Ο θάνατος ως απόφαση του Θεού, δεν έλαβε την έννοια της τιμωρίας, αλλά περισσότερο έγινε έκφραση του θείου ελέους, που περιορίζει την επέκταση της αμαρτίας και την εμποδίζει να διαιωνισθεί.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνεται η ευκαιρία στον θνητό πλέον άνθρωπο να κάνει βήματα προς την ελευθερία και την αθανασία. Από την ατομικότητα, που ο ίδιος επέλεξε με την παρακοή, από την θλιβερή μοναξιά των κλειστών πυλών του Παραδείσου, να περάσει στην ανασύνθεσή του ως πρόσωπο, να ανοίξει τη συνείδησή του προς την οδό της καθάρσεως και της μετανοίας, την μοναδική που μπορεί να τον φέρει και πάλι σε κοινωνία με τον Θεό.
Έτσι, λοιπόν, η ανθρώπινη ψυχή, αναγνωρίζει τον εαυτόν της στο πρόσωπο του προπάτορος Αδάμ και παίρνει τη θέση του μπροστά στις κλειστές πύλες του Παραδείσου και θρηνεί για την απώλεια του πρωτόπλαστου κάλλους. Ενώπιον των πυλών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις αμαρτίες του, αισθάνεται έντονα την παράβαση των προπατόρων του και ελεύθερα αναλαμβάνει την ευθύνη ολόκληρης της αμαρτωλής ανθρωπότητος. Διότι ακόμα και η ανάληψη μιάς ευθύνης απαιτεί ελευθερία, αυτήν που ο πρωτόπλαστος τόσο εύκολα παρέδωσε στον Διάβολο, όπως αργότερα, στη σχετική διήγηση του Βιβλίου της Γενέσεως, ο Ησαύ παρέδωσε τόσο επιπόλαια τα πρωτοτόκια στον Ιακώβ έναντι ευτελούς αμοιβής. Ελέγχει τον εαυτόν του ο άνθρωπος και, με όση ελευθερία του έχει απομείνει, εξετάζει τους λόγους της παραβάσεως.
Ο Πλάστης και Δημιουργός του για την έρευνα και κατανόηση των λαθών του και για τη σωτηρία του, τον εφοδίασε με τον εξ αποκαλύψεως Νόμο Του και έτσι στο βιβλίο της Γενέσεως ο άνθρωπος της παρακοής διαβάζει: «ο όφις ηπάτησέ με και έφαγον» και συμφώνως η Εκκλησία μας ψάλλει: «απάτη πονηρά πεισθέντα».
Η αιτία της πτώσεως είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης και πίστης στο Θεό, την οποία τόσο απερίσκεπτα ο Αδάμ παρέδωσε στο Διάβολο. Αυτήν πίστη αναζητεί έκτοτε ο άνθρωπος και αυτή είναι το πρόβλημα της υπάρξεώς του, που, εάν το λύσει, θα μπορέσει να κάνει ένα πρώτο βήμα από την πολύπλοκη ατομικότητα, μέσα στην οποία είναι χαμένος, στην απλή προσωπικότητα, από την υπόστασή του στη φύση του.
Το θέμα της πίστεως, ως απαίτηση του ίδιου του Θεού για τη σωτηρία του λαού Του, διατρέχει ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη. Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή του, γραμμένη κατ’ εξοχήν για τον έλεγχο της πίστεως των ομοεθνών του και για την μεταστροφή τους προς τον Χριστό, τον οποίο οι ίδιοι είχαν σταυρώσει, παραθέτει πολύ ζωντανά ολόκληρο κατάλογο βιβλικών προσώπων, τα οποία έλαβαν υποσχέσεις από το Θεό και ενεργούσαν με βάση την πίστη τους και την εμπιστοσύνη τους σε Αυτόν. Και πριν αναφερθεί σ΄ αυτούς δίνει πρώτα τον ορισμό της πίστεως:
«Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Δηλαδή, η πίστις είναι ύπαρξη αυτών που ελπίζουμε, τα οποία τώρα μεν δεν υπάρχουν, αλλά η πίστη τα κάνει χειροπιαστά στην ψυχή μας, σαν να υπήρχαν από τώρα.
Με αυτήν την πίστη ο Άβελ πρόσφερε θυσία στο Θεό καλύτερη από τον Κάϊν. Ένεκα της πίστεώς του ο Ενώχ μετετέθη ζωντανός από τη γη στον ουρανό. Λόγω της πίστεώς του ο Νώε ειδοποιήθηκε για τον Κατακλυσμό. Με αυτήν την πίστη ο Αβραάμ υπήκουσε και έφυγε από την πατρίδα του, για να κερδίσει τη νέα που του υπεσχέθη ο Θεός, και απέκτησε παιδί με την γηραιά Σάρρα, το οποίο δεν αρνήθηκε αργότερα να προσφέρει θυσία στο Θεό, με την πίστη ότι Αυτός θα το αναστήσει. Με την πίστη στα μέλλοντα έδωσε ο Ισαάκ ευχές και ευλογίες στον Ιακώβ και τον Ησαύ. Με πίστη ο Ιακώβ και στη συνέχεια ο Ιωσήφ, πριν πεθάνουν, ευλόγησαν τα παιδιά τους. Με την ίδια και μεγαλύτερη πίστη ξεκίνησε ο Μωυσής να βγάλει το λαό του από τη δουλεία και, αφού παραλάβει και του παραδώσει το νόμο του Θεού, να τον φέρει στην υπεσχημένη γη, για να κατορθώσει εκεί ο λαός του Θεού όλα τα μεγάλα έργα που κατόρθωσε και να φανεί ισχυρός και νικητής έναντι των εχθρών του.
Οι Πατριάρχες, λοιπόν, είχαν τη βεβαιότητα για την πραγματοποίηση της υποσχέσεως του Θεού προς τον Αβραάμ και τους απογόνους του, ότι θα κληρονομήσουν τη Γη της Επαγγελίας και έτσι έζησαν τη ζωή τους, «ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης», φθάνοντας, ή μάλλον κατακτώντας, με την πίστη τους τις επαγγελίες του Θεού, όσες απ’ αυτές πρόλαβαν να ζήσουν. Ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος ζωής, ένα βίωμα πίστεως. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για όλους τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που με πίστη παρέλαβαν και μετέφεραν τον προφητικό λόγο, δια του οποίου ο Θεός καθοδηγούσε το λαό Του και τον μετέστρεφε στην πίστη του, όταν χρειαζόταν.
Αλλά λίγο πριν ο Παύλος αρχίσει την παράθεση των διά της πίστεως δικαιωθέντων βιβλικών αυτών προσώπων, στο τέλος του 10ου κεφαλαίου της προς Εβραίους επιστολής του, αναφέρεται σε μια απάντηση που είχε δώσει ο Θεός σε ένα διάλογό του με τον Προφήτη Αββακούμ: «ο δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται», δηλαδή, ο δίκαιος άνθρωπος θα ζήσει χάρη στην εμπιστοσύνη του στο Θεό.
Αυτή η φράση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κεντρική ιδέα, αλλά και η κινητήριος δύναμη ολόκληρης της Βίβλου. Η πίστη και η εμπιστοσύνη στο Θεό ώθησε και έφερε προς Αυτόν όλα αυτά τα πρόσωπα και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο τα αναφέρει ο Παύλος, για να μετακινήσει τους δύσπιστους και σκληροτράχηλους ομοεθνείς του από την Παλαιά προς την Καινή Διαθήκη.
Αυτός είναι ο τελικός σκοπός , το τέρμα του λαού της Διαθήκης του Θεού. Να οδηγηθεί σε μια νέα ζωή και να κατέχει τις αλήθειες εκείνες, για τις οποίες είχε μιλήσει ο Θεός, μόνο με τη μορφή υποσχέσεως και επαγγελίας και να βιώνει μια άρρηκτη συνέχεια με τους πιστούς άνδρες και τις πιστές γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης. Ό,τι υποσχέθηκε ο Θεός στους Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, το έχει επαναλάβει στο νέο λαό του, στο λαό της Καινής Διαθήκης.
Αν επανέλθουμε στην εικόνα που δώσαμε παραπάνω, του ανθρώπου που θρηνεί μπροστά στις κλειστές πύλες του Παραδείσου και ψάχνει τη χαμένη εμπιστοσύνη του στο Θεό, μπορούμε να πούμε, ότι είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που έχει ανάγκη το Νόμο του Θεού για να αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής του σ’ Αυτόν. Έρχονται οι Δίκαιοι και οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης να του μεταφέρουν την αποκάλυψη του Θεού και να τον προετοιμάσουν να δεχθεί την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση του Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του. Ο νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν, όπως μας λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του, και οδήγησε τον άνθρωπο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, διά της πίστεως στην πίστη.
Η πίστη, όμως, αυτή των προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι απροϋπόθετη. Πρέπει να αγωνισθούν για να την αποκτήσουν και ο Θεός τους δοκιμάζει συνεχώς σε αυτήν. Ο άνθρωπος που πλάσθηκε με την πίστη ως φυσική ιδιότητά του, ως κύριο συστατικό της φύσεώς του, αλλά τόσο επιπόλαια την απέρριψε, χρειάζεται δοκιμασία για να την επανακτήσει, για να επανέλθει ουσιαστικά στην φυσική του κατάσταση.
Έτσι, η Παλαιά Διαθήκη αποκτά έναν ασκητικό χαρακτήρα, διότι προετοίμασε τον άνθρωπο να φθάσει στη θεωρία του σεσαρκωμένου Λόγου. Σ’ αυτήν την ασκητική και παιδαγωγό πίστη επιμένει και ο Απόστολος Παύλος σε όλες τις επιστολές του, συνδέοντας τις δύο Διαθήκες, για να δείξει, ότι με τη σάρκωση του Λόγου η δικαιοσύνη του Θεού, η μαρτυρούμενη στο Νόμο από τους Προφήτες, φανερώθηκε «διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας τους πιστεύοντας».
Άπιστος και παρήκοος ο Αδάμ, οδηγείται στην πτώση και την έξοδο από τον Παράδεισο, αλλά όχι και στην έξοδο από το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του. Στη μεγάλη θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού που πλησιάζει, θα ακούσουμε στους ιερούς ναούς: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Άπιστος και παρήκοος ο Αδάμ, πιστή και υπήκοος η Παρθένος Μαριάμ. Θα γίνει Θεοτόκος, μητέρα του Θεού Λόγου, που ο Ίδιος θα μας διδάξει την πίστη, και αυτός ο Ίδιος θα ερωτά περί του εαυτού Του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι», για να λαμβάνει ως απάντηση την ομολογία πίστεως των Μαθητών Του: «τον Χριστόν του Θεού».
Ο αποκαλυπτόμενος λόγος της Παλαιάς Διαθήκης, γίνεται ένσαρκος Λόγος στην Καινή Διαθήκη, και ο άνθρωπος Τον βλέπει, Τον αγγίζει, Τον ακούει. Και για ποιό πράγμα του μιλάει ο Χριστός; Πάλι για την πίστη. Εκεί τον ωθεί, στη φυσική του κατάσταση. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς πίστη. «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. Ιδ΄, 6). Από την πρώτη στιγμή της κλήσεως των Μαθητών μέχρι και τις εμφανίσεις του Κυρίου μετά την Ανάστασή Του και μέχρι την απιστία, και τελικώς την ομολογία, του Θωμά, ο λόγος του Κυρίου είναι περί πίστεως, και μάλιστα περί νέας πίστεως, αποκεκαλυμμένης στο πρόσωπό Του, που οδηγεί εσχατολογικά στη σωτηρία και τη βασιλεία των ουρανών.
Οι μαθητές του Χριστού, μπορεί να ήσαν απλοί αλιείς και να μην είχαν σπουδάσει στις ιερατικές και θεολογικές σχολές των Ιεροσολύμων, ήσαν όμως ενήμεροι για τα πνευματικά ρεύματα και τα προβλήματα της εποχής τους. Συναντούν τον Χριστό και στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν το Μεσσία που περιμένουν. Καλούνται από τον Ίδιο σε μια συνάντηση και προσωπική γνωριμία μαζί Του, σε μια άμεση γνώση μέσα από την εμπειρία. Καλούνται στην μετ’ εμπειρίας πίστη. Είναι μια πρόσκληση σε μια σχέση και κοινωνία με τον Ιησού, η οποία μας μεταφέρει στην εκλογή των Προφητών και των Πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, μόνο που εδώ δεν έχουμε ανάθεση αποστολών με θεϊκά παραγγέλματα, αλλά απ’ ευθείας διδασκαλία και κήρυγμα ζωής αιωνίου.
Και οι Μαθητές, κατόπιν μιας ενσυνείδητης και ελεύθερης επιλογής πίστεως, εγκαταλείπουν τα πάντα και τον ακολουθούν σε μια μαθητεία, που συγχρόνως είναι και αποστολή. Γίνονται δια της πίστεως μαθητές και Απόστολοι. Αντιλαμβάνονται εξ αρχής την αληθινή ταυτότητα του προσώπου του Χριστού και τον ακολουθούν αφήνοντας πίσω νοοτροπίες, συνήθειες και παγιωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, πράγμα που δεν τόλμησαν οι Ιουδαίοι ή που πίστεψαν επιφανειακά, με μια ιδιοτελή πίστη λόγω των θαυμάτων Του, αλλά τελικά τον απέρριψαν και τον εσταύρωσαν.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ Φιλίππου και Ναθαναήλ, που ακούσαμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Ορθοδοξίας από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Ο Φίλιππος καλεί το φίλο του Ναθαναήλ να γνωρίσει «αυτόν για τον οποίο έγραψε ο Μωϋσής και οι Προφήτες στο Νόμο, τον Ιησού, τον υιό του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ». Και ο Ναθαναήλ μέσα στην απλότητά του τού απαντά: «γίνεται να προέρχεται κάτι καλό από τη Ναζαρέτ», μια άσημη δηλαδή αγροτική πόλη; Αυτή η απλοϊκή αμφιβολία τονίζει ακόμα περισσότερο την πίστη του και την ελεύθερη επιλογή του να αφήσει στη συνέχεια τα πάντα και να ακολουθήσει το Φίλιππο σε συνάντηση με τον Ιησού Χριστό, τον οποίο αυθόρμητα θα ομολογήσει Υιό του Θεού και βασιλέα του Ισραήλ.
Ο διάλογος του Ναθαναήλ, τόσο με το Φίλιππο όσο και με τον Ιησού, αποκαλύπτει την πίστη ως πορεία που έχει αρχή και τέλος τον Χριστό, ο οποίος είναι αυτός που μας προσκαλεί. Αυτός είναι που κατά συγκατάβαση μας βρίσκει πρώτος και μας αποκαλύπτεται όταν τον ζητούμε και τον ακολουθούμε με πλήρη ελευθερία. Αυτή η πίστη, ως ελεύθερη επιλογή, διατρέχει ολόκληρο το Ευαγγέλιο, ως απαίτηση του Ιησού εκ μέρους των Μαθητών Του, αλλά και του λαού που τον ακολουθεί και δέχεται τη διδαχή και τα θαύματά του. Είναι η πίστη του διαρκώς αποκαλυπτόμενου σε μας Χριστού, είναι η πίστη των Προφητών και των Αποστόλων, η πίστη που συνιστά ταυτόχρονα προσωπική γνώση αλλά και αποκαλυπτική εμπειρία, συνάντηση με το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού εντός της Εκκλησίας Του.
«Επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυο» ομολογεί ο Σίμων στην προτροπή του Ιησού να ξαναρίξουν τα δίχτυα οι αλιείς Μαθητές Του, δείχνοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του σ’ Αυτόν. «Προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν» αναφωνεί ο λαός μετά την ανάσταση του υιού της χήρας της Ναΐν. «Θάρσει θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε», λέγει στη θεραπευμένη αιμορροούσα, και, «μη φοβού, μόνο πίστευε και σωθήσεται», λέει στον Ιάειρο για τη νεκρή ήδη κόρη του. «Αναστάς πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε», λέει στο θεραπευμένο λεπρό. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», λέει ο Κύριος μετά την ολοκληρωτική μεταστροφή του Ζακχαίου.
Σε όλα αυτά τα θαύματα του Κυρίου, αλλά και σε πολλά άλλα, η πίστη ως ελεύθερη επιλογή, είναι απαραίτητη προϋπόθεση θεραπείας, άρα και σωτηρίας. Ο Κύριος σπλαχνίζεται το λαό και τελεί πολλά θαύματα προς ανακούφισή του, αλλά ζητεί πάντα πίστη, και, όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι ελλιπής ή απουσιάζει εντελώς, ταλανίζει το λαό, ακόμα και τους Μαθητές Του. «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ ημών», αναφωνεί, όταν μαθαίνει ότι οι Μαθητές, οι ήδη εντρυφήσαντες στην πίστη, δεν μπορούν να βγάλουν το δαιμόνιο από το δαιμονιζόμενο. «Ολιγόπιστε εις τι εδίστασας», λέει στον καταποντιζόμενο στη λίμνη Πέτρο.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο Πέτρος εμφανίζεται ως πρότυπο πιστού και ταυτόχρονα ολιγόπιστου ανθρώπου. Το αίτημά του να περπατήσει πάνω στο νερό, βασίζεται στην ακλόνητη πίστη του ότι ο Ιησούς μπορεί να κάνει το αδύνατο δυνατό. Τελικά όμως, την πιο κρίσιμη στιγμή, χάνει αυτήν την πίστη, όπως συμβαίνει πολλές φορές σε όλους. Ενώ διακηρύσσουμε την ειλικρινή πίστη μας, κάτι αποπροσανατολίζει τη σκέψη μας και χάνουμε το στόχο μας και καταποντιζόμαστε όπως ο Πέτρος.
Η διατήρηση της πίστης χρειάζεται προσπάθεια και αγώνα. Στην παραβολή του σπορέως, ο σπόρος-λόγος του Θεού που πέφτει στο δρόμο ή στο πετρώδες έδαφος ή ανάμεσα στα αγκάθια, δεν είναι δυνατόν να βλαστήσει. Αλλά και εάν βλαστήσει οι ρίζες του δεν είναι βαθιές. Αν ο άνθρωπος δεν παλαίψει ενάντια στη σκληρή του καρδιά και στη λογική του, η πίστη που γεννήθηκε μέσα του από το λόγο του Θεού, γρήγορα θα ξεριζωθεί. «Ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται», λέει ο Πατριάρχης Αβραάμ στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου.
Το αίτημα του πλουσίου της διηγήσεως προς τον Αβραάμ, να στείλει το φτωχό Λάζαρο να ενημερώσει τους συγγενείς του για τα δεινά της κολάσεως, στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική των αποδείξεων. Η απάντηση, από την άλλη μεριά, του Αβραάμ, υπογραμμίζει τη δυναμική του θείου λόγου των Γραφών. Οι λογικές αποδείξεις, τα θαύματα και οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων, δεν βοηθούν τον άνθρωπο στην απόκτηση σταθερής πίστεως. «Μέγα χάσμα εστήρικται» μεταξύ πίστεως και λογικής.
Την επομένη Κυριακή, δευτέρα των Νηστειών, θα αναγνώσουμε από το Ευαγγέλιο του Μάρκου την περικοπή που αναφέρεται στη θεραπεία του παραλυτικού, και θα γίνει και πάλι λόγος περί πίστεως. Εκεί θα δούμε, ότι τον ασθενή σώζει όχι η δική του πίστη, αλλά η πίστη των άλλων, των φίλων του, που τον μεταφέρουν ενώπιον του Ιησού. «Ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών» αναφέρει το Ευαγγέλιο. Και εκεί βλέπουμε την κοινωνική διάσταση της πίστεως που σώζει τον πλησίον. Ενθυμούμεθα δε και την περίπτωση των Σοδόμων και της Γομόρρας, που καταστράφηκαν από την έλλειψη πίστεως ακόμα και σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων, όπως γνωρίζουμε από το διάλογο του Αβραάμ με το Θεό.
Αλλά εάν πάμε και στην τέταρτη Κυριακή των Νηστειών θα ακούσουμε, πάλι από το Ευαγγέλιο του Μάρκου, τον πατέρα του δαιμονιζομένου νέου να κράζει προς τον Ιησού: «πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Πιστεύω Κύριε αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή, όσο χρειάζεται. Καταλαβαίνει ο άνθρωπος, ότι η πίστη του δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να συναντήσει το μεγαλείο του θαύματος. Αυτήν την έλλειψη επαρκούς πίστεως προς κατανόηση της διδασκαλίας και εκτέλεση της αποστολής τους αισθάνονται και οι Απόστολοι, όταν, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, λέγουν στον Κύριο «πρόσθες ημίν πίστιν».
Χάνεται η πίστη ακόμα και για τους Αποστόλους, που συναναστρέφονται καθημερινά την πηγή της, τον Κύριο δηλαδή. Ο φόβος κάνει τον Πέτρο να αρνηθεί τον ίδιο τον Κύριο τρεις φορές προ του Πάθους, αλλά ευτυχώς μετανοεί. Η ομολογία του Ληστή τον εισάγει αμέσως στον Παράδεισο. Ο Ιούδας, όμως, αυτοκτονεί. Δεν μετανοεί για το λάθος της προδοσίας, απλώς μεταμελείται. Χαμένος μέσα στον εγωισμό του, μέσα στις ιδεολογικές αγκυλώσεις του, δεν βρίσκει χώρο εντός του για την πίστη, δεν την βλέπει, την προσπερνά, και αυτό τον οδηγεί στην απελπισία και την αυτοχειρία.
Ο Θωμάς, όμως, με τη σειρά του θα μας δώσει ένα άλλο μάθημα πίστεως, της πίστεως ως εμπιστοσύνης, και θα μας επιβεβαιώσει, ότι το πρόβλημα της πίστεως, είναι πρόβλημα σχέσεως του ανθρώπου με το Θεό, που μπορεί να κυμαίνεται από την απόλυτη απιστία μέχρι τη βαθιά πίστη. Η λογικοφανής απιστία του Θωμά, είναι κατάσταση από την οποία περνά ο καθένας που έχει υπαρξιακούς προβληματισμούς. Αλλά και η βαθιά πίστη του Θωμά, στο τέλος της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής από το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, αποτελεί την ιδανική κατάληξη της πνευματικής πορείας του κάθε ανθρώπου.
Ο Θωμάς δεν υστερεί από τους άλλους μαθητές σε εμπιστοσύνη προς τον Ιησού. Δεν είναι όμως παρών κατά την εμφάνισή του μετά την Ανάσταση. Και έτσι υπερισχύουν μέσα του οι κατ’ άνθρωπον προβληματισμοί. Θέλει αποδείξεις για να πεισθεί για την Ανάσταση. Ο Ιησούς συγκαταβαίνει και τον βοηθεί να πιστέψει με μια ακόμα εμφάνισή Του, αλλά γνωρίζει ότι, μπορεί ο μαθητής να μην έχει ακόμα τελεία πίστη, δεν έχει χάσει όμως την εμπιστοσύνη του προς Αυτόν. ‘Έτσι, βλέπουμε μια πορεία από την ατελή προς στην τελεία πίστη, με αποδείξεις μεν, αλλά χωρίς απώλεια εμπιστοσύνης. Υπάρχει όμως και η συντομότερη οδός, η πλέον επιθυμητέα και κατορθωτέα, αυτή που περιγράφει ο Ιησούς απευθυνόμενος στο Θωμά: «ότι εώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Οι πιστεύοντες μαθητές, γίνονται τύποι όλων των πιστευόντων ανθρώπων, όποια οδό και αν ακολουθεί η πορεία τους προς την πίστη, η οποία πορεία δημιουργεί μέγα χάσμα μεταξύ αυτών και των απίστων, μεταξύ πίστεως και λογικής, μεταξύ της ανθρώπινης λογικής των αποδείξεων και της δυναμικής του θείου λόγου των Γραφών. Αυτή είναι η πίστη που καλούμεθα να έχουμε και εμείς σήμερα ως μέλη της Εκκλησίας. Μπορεί να μην έχουμε όλοι τη δυνατότητα να δούμε κάποιο θαύμα, αλλά έχουμε όλοι τη δυνατότητα να πιστέψουμε στο Χριστό, βασιζόμενοι στη μαρτυρία των Αποστόλων, των Πατέρων και των Μαρτύρων της Εκκλησίας. Θα είναι μαρτυρία Χριστού αυθεντική, εμπειρική και όχι θεωρητική. Θα είναι γνώση Χριστού βιωματική και όχι απλώς διανοητική.
Ο απόγονος του θρηνούντος Αδάμ, ο συνθρηνών άνθρωπος, μετά το Πάθος, την Ανάσταση, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή ζεί ήδη μέσα στην εποχή της χάριτος, ζει μέσα στην Εκκλησία του Χριστού και στα Μυστήριά της. Την περίμενε αιώνες, αλλά τώρα την έχει μπροστά του και εντός του. Κατανοεί εντός της Εκκλησίας την επί αιώνες έλλειψη της πίστεως ως πραγματικής ζωής, τον οποία τώρα έχει μπροστά του ως δώρο Θεού. Αποκτά μια δυναμική σχέση μαζί της, κατανοεί ότι αυτή είναι η σωτηρία του, η μόνη οδός για την επιστροφή στο χαμένο Παράδεισο.
Η σχέση με το Θεό αποκαθίσταται. Ο άνθρωπος αρπάζεται στην κυριολεξία από την πίστη και δι’ αυτής βλέπει το Θεό και τους συνανθρώπους του. Πίστη και αγάπη, όπως τη δίδαξε ο Χριστός και τη μετέφεραν οι Απόστολοι. Ενότητα και συνοχή μέσα στη μία Εκκλησία, την οποία συγκροτεί και συγκρατεί το Άγιο Πνεύμα, από το οποίο πηγάζουν και όλες οι αρετές, όπως μας λέγει Παύλος. Η Εκκλησία της πίστεως αναδεικνύει Πατέρες, Ποιμένες, Ομολογητές και Μάρτυρες, που ποτίζουν με το πνεύμα, αλλά και με το αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας. Δίνουν με το βίο τους, με τη σταθερότητα της πίστεως και με τη διδασκαλία τους παράδειγμα ζωής. Βιώνουν το Ευαγγέλιο ασκούμενοι στις αρετές.
Η ζωή του Χριστού επαναλαμβάνεται σε κάθε Άγιο. Η ζωή τους είναι ζωντανή Δογματική. Επιβεβαιώνουν οι Άγιοι τη δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, από την οποία πηγάζει η χάρις. Επιβεβαιώνουν το ζητούμενο από τον εξωθέντα Αδάμ, το ότι δηλαδή η ελευθερία μάς δόθηκε κατά τη Δημιουργία, όχι για να απομακρυνθούμε από το Θεό, αλλά για να σταθούμε καταφατικά απέναντι στο νόμο Του. Κρατούνται οι Άγιοι γερά από την πίστη, αμετακίνητοι. Αν μετακινηθούν, γνωρίζουν ότι δεν έχουν άλλη ευκαιρία σωτηρίας. Ο Αδάμ δεν θα σηκωθεί από το θρήνο του. Αυτό δίδαξε με τη ζωή του ο ίδιος ο Χριστός.
Αποτελεί πεποίθηση του Ορθοδόξου Χριστιανού, ότι η απαρασάλευτη τήρηση και φύλαξη των παραδεδομένων, οδηγεί στην αληθινή ζωή και τη σωτηρία. Αυτή η πεποίθηση έγινε ισχυρότερη, όταν από τα πρώτα ήδη χρόνια της Εκκλησίας εμφανίσθηκαν οι αιρέσεις. Πηγή τους και πάλι ο άνθρωπος και η αντίστασή του προς την αλήθεια, ο εγωισμός του, η αυτάρκεια, η έπαρση, η μη μεταμορφούμενη από τη χάρη διάνοια, και τελικώς η επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος. Η αίρεση γίνεται πρώτα ο εσωτερικός εχθρός του ανθρώπου, ο εχθρός της πίστεώς του.
Αιώνες πάλεψε η Εκκλησία για να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις, να διαφυλάξει την ορθή πίστη ως μοναδικό μέσο σωτηρίας. Τη διατύπωσε σε επτά Οικουμενικές Συνόδους, τις οποίες εορτάζουμε σε διάφορες ημερομηνίες μέσα στο λειτουργικό έτος. Την εβδόμη και τελευταία εορτάσαμε σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας. Τοποθετήθηκε αυτή η εορτή στην Α’ Κυριακή των Νηστειών, διότι τέτοιαν ημέρα έγινε η δεύτερη και οριστική αναστήλωση των αγίων εικόνων. Η επίσημη αυτή εορτή είναι η σημαντικότερη από τις δογματικές μνείες του λειτουργικού έτους. Τοποθετήθηκε εκεί, στις πύλες, στην είσοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ως σταθμός στην προετοιμασία του ανθρώπου για το Πάσχα.
Θέτει στον άνθρωπο τη σφραγίδα της ορθής πίστεως, ήδη από αρχή της αγιαστικής πορείας του προς το Πάσχα. Κατά τους Πατέρες, η ομολογία της πίστεως αγιάζει τη γλώσσα και καθαρίζει το νου. Η ορθή πίστη συνδέεται με την ταπείνωση, με την ταπεινοφροσύνη και με κάθε αρετή. Δεν μπορεί κανείς να αρχίζει την πνευματική ζωή, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χωρίς πρώτα να έχει στερεωθεί στην ορθή πίστη, ήδη από την αρχή. Ο θρίαμβος της Εκκλησίας επί των αιρέσεων, είναι απελευθέρωση, είναι πνευματική ανανέωση. Η ομολογία της ορθής πίστεως καθαρίζει το εσωτερικό του ανθρώπου από το πάθος του εγωισμού. Τον ταπεινώνει και τον συστέλλει ενώπιον του Μυστηρίου της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος, καταφάσκων την αλήθεια, περνάει από το Μυστήριο της απορρίψεως των Πρωτοπλάστων από το Θεό, στο Μυστήριο της Εκκλησίας και σε αυτό της σωτηρίας του.
Αν δεχθούμε, ότι κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί ένα νέο ξεκίνημα ζωής για τον πιστό, τότε αυτή η πίστη παίρνει κάθε χρόνο μια νέα αρχή και καλύπτει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου, χαρακτηρίζει κάθε του κίνηση, κάθε του ενέργεια. Η ζωντανή και βιούμενη πίστη, γίνεται το αδιαμφισβήτητο θεμέλιο της χριστιανικής ζωής. Η βίωση της πίστεως στον Τριαδικό Θεό, όπως τη βίωσαν και την έζησαν οι Άγιοί μας, μας κρατεί μέσα στο Μυστήριο της Εκκλησίας, πραγματώνεται μέσα στο Μυστήριο της Εκκλησίας. Η πίστη στερεώνει του νου του ανθρώπου, συγκρατεί την ψυχοσωματική του ενότητα, απομακρύνει τους λογισμούς που τον διαιρούν και εξασφαλίζει και την ψυχική του υγεία. Οι Πατέρες μάς δίδαξαν ότι η επίγνωση της αληθείας του Θεού, γεννιέται από την πίστη και όχι από τους λογισμούς μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μάς κρατά μέσα στην πίστη, χωρίς να θίγει τη λογική μας. Η ορθόδοξη θεολογική σκέψη κρατεί τον άνθρωπο σε ισορροπία και προβάλλει την ορθόδοξη πίστη όχι ως πνευματική ηγεμονία του ανθρώπου και της Εκκλησίας, που οδηγεί ουσιαστικά πίσω στο προπατορικό αμάρτημα, αλλά ως οδό σωτηρίας και μόνο.
Νωρίτερα μνημονεύσαμε το θαύμα του Παραλυτικού της Καπερναούμ, ως σημαίνον την κοινωνική διάσταση της πίστεως, αφού ο Κύριος θεράπευσε τον ασθενή λογιζόμενος την πίστη των φίλων του που τον είχαν μεταφέρει ενώπιόν Του. Ευθύς εξ αρχής ο Κύριος μάς διδάσκει ότι η πίστη, δεν είναι υπόθεση ατομική. Ο ίδιος ο Κύριος της πίστεώς μας είπε επίσης στην Αρχιερατική Προσευχή Του για τους μαθητές Του: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν» (Ιω.17,19). Το κήρυγμα των Αποστόλων και η παράδοση των Πατέρων απευθύνονται σε κοινωνία πιστών, σε Εκκλησία. Η πίστη, όπως ακριβώς και η σωτηρία και η είσοδος στη βασιλεία των ουρανών, δεν είναι υπόθεση ατομική και εγωιστική, αλλά πραγματικότητα και γεγονός της όλης Εκκλησίας, των απογόνων του Αδάμ, του ίδιου του λαού του Θεού.
Μόνον εφ’ όσον παραμένει κάποιος ζωντανό μέλος της Εκκλησίας κερδίζει τη σωτηρία. Στις μέρες μας η πίστη συνηθίζεται να θεωρείται ατομική υπόθεση, ατομικό δικαίωμα. Εκεί την οδήγησε ο ορθολογισμός. Όμως, όπως ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού δεν είναι άτομο, αλλά πρόσωπο, έτσι και η πίστη δεν είναι ατομική αλλά προσωπική. Είναι έκφραση πίστεως της Εκκλησίας προσώπων. Η προσωπική πίστη, μόνο μέσα στην Εκκλησία μπορεί να διασφαλισθεί ακέραιη και αλώβητη από κάθε αλλοίωση και αιρετική παρέκκλιση και να είναι πραγματική πνευματική εμπειρία. Η πίστη μας, η πίστη των Ορθοδόξων, είναι ενεργητική και δυναμική και τείνει στη σωτηρία όλου του κόσμου. Είναι συνισταμένη της δογματικής και χαρισματικής πίστεως, του προσωπικού βιώματος και της εμπειρίας της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Είναι αυτή η πίστη που εκφράζεται μέσα στο Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο απαγγέλλουμε μέσα στη Θεία Λατρεία, και μάλιστα μέσα στη Θεία Λειτουργία. Είναι η πίστη που έχει παραδοθεί σε εμάς και έχει κατοχυρωθεί με πολλούς αγώνες και μαρτυρία αίματος. Όταν απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως, συμμετέχουμε και διακηρύσσουμε σε συνέχεια αιώνων αυτή τη δογματική και χαρισματική πίστη που οδηγεί στη σωτηρία.
Αυτό το νόημα έχει και η ανάγνωση του Συνοδικού της Ορθοδοξίας ενώπιον και με τη συμμετοχή του λαού του Θεού, όπως κάναμε σήμερα το πρωί, αφού πρώτα, με τις άγιες εικόνες ανά χείρας κυκλώσαμε το ναό, και ουσιαστικά οριοθετήσαμε την Εκκλησία ως κατ’ εξοχήν χώρο του Μυστηρίου της σωτηρίας μας. Η ανάγνωση του Συνοδικού ενώπιον του πληρώματος της Εκκλησίας, σημαίνει ακριβώς αυτό, ότι αποτελεί το έσχατο κριτήριο της παραδεδομένης Αλήθειας και της εγκυρότητας των Συνόδων. Μέσα από αυτό κηρύσσεται η συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία περιέχει τις οράσεις των Προφητών, το κήρυγμα και την πίστη των Αποστόλων, την διδασκαλία και την Παράδοση των Πατέρων.
Αυτή είναι η πίστη μας, αυτή είναι η σωτηρία μας, αυτή είναι η αλήθεια της ζωής μας, για την οποία δυστυχώς στην εποχή μας, αλλά και σε όλες ιστορικά τις εποχές, αδιαφορούμε και καταλήγουμε ως νέοι Πιλάτοι να διερωτώμεθα αδιάφορα «τι εστίν αλήθεια», ενώ ενώπιόν μας έχουμε τον Κύριό μας να μας διαβεβαιώνει: «εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία, πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» (Ιω.18,37-38).
Αυτή τη φωνή και αυτή την αλήθεια του Κυρίου ευχηθείτε, Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα, να ακούσουμε όλοι κατά τη διάρκεια και της εφετινής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Να την ακούσουμε μέσα από τη θεία λατρεία, μέσα από την αγία εικονογραφία, μέσα από την κατανυκτική ψαλμωδία και τα βιβλικά αναγνώσματα της Εκκλησίας μας. Νηστεύοντες, εξομολογούμενοι και μετανοούντες, ώστε με πίστη να ψάλλουμε:
«Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν Αγαθέ»
Και αυτήν προσκυνούντες να δεόμεθα πιστώς:
«Η απαράλλακτος Εικών του Πατρός, πρεσβείαις των αγίων σου Ομολογητών, ελέησον ημάς».
Και εγειρόμενοι, τελικώς, από τον Αδαμιαίο θρήνο, και ιστάμενοι πλήρεις ελπίδος και βεβαιότητος σωτηρίας, να αναφωνούμε:
«Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων».
«Αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν», στηρίξαι δε αυτήν και φωτίσαι και σώσαι εις αιώνας αιώνων. Αμήν!