Παραθέτουμε αὐτούσια τήν διήγηση ἑνός ἱερέως σέ χωριό τῆς Δυτ. Μάνης καί ὁ καθένας μας ἄς σκεφθεῖ ὅπως πρέπει.
«Σεβασμιώτατε, θέλω ὡς πνευματικός μας πατέρας πού εἶσθε, νά σᾶς ἀναφέρω τί μοῦ συνέβη. Μία ἡμέρα πού ἦλθα στό ναό γιά νά λειτουργήσω ἔκαμνα κανονικά τήν Προσκομιδή, σκέπασα ὅπως πρέπει τά Τίμια Δῶρα καί ἄρχισα τήν Θεία Λειτουργία. Ὅταν ὕστερα ἐπῆγα γιά νά βγάλω στήν Μεγάλη Εἴσοδο τά Ἅγια, εἶδα τό Δισκάριο πού ἦταν ὁ Ἀμνός νά εἶναι γεμᾶτο μυρμήγκια. Ἔδιωξα ὅσα μποροῦσα κείνη τήν ὥρα καί ἔκανα τήν Εἴσοδο. Εἶπα μετά μέσα μου ὅτι ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά καταλύσω, τί νά κάνω, θά κλείσω τά μάτια καί θά φάω καί τά μυρμήγκια καί ἔχει ὁ Θεός. Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ ὥρα νά σηκώσω τό Δισκάριο καί τό Ἅγιο Ποτήριο καί νά πῶ τήν ἐκφώνηση «Τά σά ἐκ τῶν σῶν» δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνα μυρμήγκι. Εἶχαν ὅλα ἐξαφανισθεῖ… Τί νά πῶ!_»