Γιατί η ανθρώπινη φύση του Χριστού;- Τοῦ Νίκου Νικολαΐδη Ὁμότιμου Καθηγητῆ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Καθηγητῆ Πανεπιστημίου Λευκωσίας

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

 

Ἴσως ὁ τίτλος: «Γιατί ἡ ἀνθρώπινη τοῦ Χριστοῦ φύση» νά ξενίζει κάποιους ἤ καί νά προβληματίζει. Ὡστόσο, γι’ αὐτό τό θέμα συνῆλθε τό 451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα (Κωνσταντινούπολη) ἡ πιό μεγάλη Σύνοδος· ἡ Δ΄ Οἰκουμενική (Τή γιορτάζομε στίς 17 Ἰουλίου).

Καί γιατί; Διότι κάποιος Ἀρχιμανδρίτης, ὀνόματι Εὐτυχής, -δυστυχής-, ἀντιδρώντας στήν αἱρετική ἀντίληψη τοῦ τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Μακεδονίου, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν Χριστό ὡς θεῖο ἄνθρωπο καί ὄχι ὡς πραγματικό Θεάνθρωπο, -τόν ὁποῖο καί καταδίκασε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.)-, δίδασκε (ὁ Εὐτυχής) τόν Χριστό ὡς κατ’ ἐξοχήν Θεό χωρίς καί τήν ἀνθρώπινή του φύση.

Ὡστόσο, λέγοντας καί διδάσκοντας ἡ Ἐκκλησία μας τόν Χριστό, ὡς Θεάνθρωπο, ἐννοοῦσε καί ἐννοεῖ τόν Κύριό μας, ὡς τἐλειο καί πλήρη Θεό, ὅπως καί τέλειο ἄνθρωπο. Δηλαδή ὁ Χριστός μας ἔχει καί φέρει δύο φύσεις: τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Καί πῶς λειτουργεῖ τό μυστήριο αὐτό;

Τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί ὅταν ἡ θεοσεβής Κόρη τῆς Ναζαρέτ, Μαριάμ, μέ πλήρη ταπείνωση καί ὑπακοή εἶπε στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου», (Λουκ. α΄ 38), τότε τήν ἐπισκίασε – τήν ἐπισκέφθηκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τήν ἀπάλλαξε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἀπό κάθε ἄλλη ἁμαρτία, ἄν καί ἡ Πάναγνη Κόρη Μαριάμ ἦταν σχετικά ἀναμάρτητη. Ἔτσι, ἀποβαίνει ἡ Παναγία μας τό σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ· ὁπότε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τή στιγμή «κενώνει ἑαυτόν» (Φιλ. β΄ 7), κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, καί «κατ’ εὐδοκίαν» τοῦ Θεοῦ Πατρός, αὐτός ὁ Θεός Λόγος, διά Πνεύματος Ἁγίου, λαμβάνει ἀπό τή Μαρία τά ἄσπιλα καί ἀμώμητα αἵματά της καί «πλάθει αὐτός δι’ ἑαυτόν τήν ἀνθρωπότητά του». Ἔτσι, τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔχομε τήν ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς κυοφορίας του, ὡς Θεανθρώπου, στά μητρικά σπλάγχνα τῆς Μαρίας, γι’ αὐτό καί ἡ φωνή «Θεοτόκος», κατά τή Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Κατ’ αὐτό τό μυστήριο, οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ συναντῶνται καί λειτουργοῦν στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Ὁ Εὐτυχής, τόν ὁποῖο πιό πάνω μνημονεύσαμε, θέλοντας νά πλήξει τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, κατέληξε στό ἄλλο ἄκρο. Ποιό; Δίδασκε, ὅτι αὐτό, τό ὁποῖο ὑπερέχει στόν Χριστό εἶναι ἡ θεία φύση καί, διατεινόταν, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἕνωσή της μέ τήν ἄπειρη καί παντοδύναμη θεία φύση, ἀπορροφήθηκε καί ἐξαφανίσθηκε. Ἔπαθε, ἔλεγε ὁ Εὐτυχής, ὅ,τι μπορεῖ νά πάθει μία σταγόνα νεροῦ, ὅταν πέσει στόν ὠκεανό μιᾶς θάλασσας!

Τῆς Ἐκκλησίας, τότε, ἡ ἀντίδραση ἦταν ἔντονη. Ἰδιαίτερα, ὅταν τίς θέσεις αὐτές τοῦ Εὐτυχῆ ἀσπάσθηκαν καί Ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Διόσκουρος καί Σευῆρος, ὁ πρῶτος, μάλιστα, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας!

Ἔτσι, συνῆλθε στή Χαλκηδόνα (Κωνσταντινούπολη) ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία, ἀφοῦ καταδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἀποφάσισε, ὅτι, παρά τό ἄνισο τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, καμιά ἀπό τίς δύο φύσεις, κατά τήν ἕνωσή τους στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν ὑπέστη μεταβολή ἤ ἀλλοίωση ἤ ἀφομοίωση ἤ ἐξαφάνιση. Ἀλλά ἡ κάθε μία παραμένει ἀλώβητη, -προπάντων ἡ ἀνθρώπινη φύση-, διατηρώντας τά γνωρίσματά της. Καί αὐτό σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει ἀντιπαλότητα στίς δύο φύσεις, ἀλλά τό τέλειο τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ συμπίπτει ἀπόλυτα μέ τό θέλημα τῆς θείας φύσης.

Ὡστόσο, γιατί ἡ ἐπιμονή αὐτή τῶν ἁγίων Πατέρων μας στό κεφάλαιο τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ;

Κάποιοι, ἀ-νόητα φερόμενοι, λέγουν, ὅτι τά δόγματα δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν. Ἤ σέ τί μᾶς χρειάζονται; Καί, μάλιστα, αὐτή ἡ ἀντίληψη προβάλλεται καί ἀπό ἐκκλησιαστικούς κύκλους. Ὡστόσο, αὐτό εἶναι πλάνη. Γιατί;

Διότι, ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι πραγματικός Θεός, ὅπως οἱ Ἄρειος καί Νεστόριος δίδασκαν, τότε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει. Ναί. Ποιός μᾶς σώζει; Δηλαδή, ἄν Χριστέ μου, εἶσαι κτίσμα, ὅπως ἐμεῖς, καί ὄχι Θεός, τότε καί ἐσύ ἔχεις ἀνάγκη σωτηρίας. Γιατί, λοιπόν, ἦλθες σέ μᾶς; «Τί τό κτίσμα (τοῖς ὁμοίοις μέ αὐτό) κτίσμασι προσφέρει;», ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, στομώνοντας τόν Ἄρειο.

Ἀλλά, καί ἐπί τοῦ προκειμένου, ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι καί ἄνθρωπος, τότε, ποιά ἡ συνέπεια τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς ἀντίληψης γιά τή σωτηρία μας; Ὤ, μεγάλη, πολύ μεγάλη! Πῶς; θά ἐρωτήσει κάποιος.

Ναί. Καί στό κεφάλαιο αὐτό οἰκοδομεῖται ἡ σωτηρία μας. «Τό ὅμοιον διά τοῦ ὁμοίου», σώζεται, διδάσκουν οἱ Πατέρες μας. Τό τονίζει εὔγλωττα αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅθεν ὤφειλε (ὁ Θεός Λόγος), κατά πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἑβρ. β΄ 17). Δηλαδή; Τό κατά πάντα, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ὅμοιο τοῦ Χριστοῦ μέ μᾶς, μᾶς παρέχει τή δυνατότητα πρόσβασης καί ἕνωσής μας μαζί του. Δέν εἶναι αὐτό, τό ὁποῖο διαλαλεῖται, κατά τή Βάπτισή μας; «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», καί διαγγέλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Καί ὅταν κοινωνοῦμε; Τότε, ὤ τότε, ἐπισυμβαίνει τό φοβερό! Ποιό; Δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ», ἐπειδή ἡ δική μας φύση εἶναι κατά πάντα ὅμοια μέ τήν ἀνθρώπινη τοῦ Χριστοῦ φύση. Ἔτσι, κοινωνώντας μέ τόν τρόπο αὐτό μέ τόν Χριστό, ἀμέσως μᾶς προσλαμβάνει ἡ οἰκεία μέ τή δική μας φύση ἀνθρώπινη τοῦ Χριστοῦ φύση καί μᾶς ὁδηγεῖ, ἀμέσως στό πρόσωπό του, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα καί γιά τίς δύο φύσεις του. Ὁπότε, τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή τῆς προσφορᾶς μας ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται καί μᾶς συναντᾶ ἡ θεία τοῦ Χριστοῦ φύση καί μέ τή χάρη της κοινωνεῖ μαζί μας καί μᾶς σώζει.

Ἑπομένως, ἄν στόν Χριστό δέν ὑπάρχει καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, τότε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά ἔχομε καμιά πρόσληψη καί κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὡς Θεό, ἄρα καί καμιά ἐλπίδα σωτηρίας.

Ἔχομε προσέξει ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί κάτι ἄλλο; Ποιό; Ὅτι ὁ Χριστός ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς σωματικά. Τόν εἶδαν ἀναλαμβανόμενο οἱ Μαθητές του. «Ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 6), λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ναί, ἀλλά γιατί ἡ σωματική αὐτή ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ; Καί μάλιστα, «ἐκάθισεν (ὡς ἄνθρωπος) ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. ιστ΄ 9). Γιά ποιό λόγο;

Καί ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: «Ἵνα προσφέρῃ δῶρα τοῖς ἀνθρώποις στό διηνεκές».

Ναί. Ὅσοι ἄνθρωποι, διαμέσου τῆς Ἐκκλησίας ἀξιωθήκαμε νά εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, γίναμε δηλαδή μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε, μέ τόν θάνατό μας καί μέ τή Β΄ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἐκεῖ θά εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ὁ Χριστός τώρα κάθεται καί σωματικά «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ».

Σ’ αὐτή, λοιπόν, τήν τιμητική θέση καί καταξίωση, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἴθε νά παρακαθήσομε καί ἐμεῖς, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας.

Ἰδού, λοιπόν, γιατί ἡ ἀνθρώπινη τοῦ Χριστοῦ φύση.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....