Το όνομα της Ρόδου αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη (Πράξ. κα΄, 1), κατὰ την επιστροφή του Παύλου στα Ιεροσόλυμα, κατά την γ΄ αποστολική περιοδεία. Ο Παύλος θεωρείται ως ο ιδρυτής της κατά Ρόδον Εκκλησίας, ενώ κατά την παράδοση στην Ρόδο εκήρυξε και εθαυματούργησε ο συνέκδημος του Αποστόλου των Εθνών Απόστολος Σίλας.
Πότε έγινε Επισκοπή η Ρόδος δεν είναι γνωστό. Κατά την παράδοση αναφέρεται πρώτος Επίσκοπος τον Α΄ αιώνα ο Πρόχορος. Κατά τον Β΄ αιώνα αναφέρεται ο Επίσκοπος Ευφράνωρ και κατά το β΄ μισό του γ΄ αιώνα, στο μαρτύριο των Αγίων Μαρτύρων Κλήμεντος και Αγαθαγγέλου, ο Επίσκοπος Φωτεινός. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο πήρε μέρος ο Επίσκοπος Ευφρόσυνος.
Στην πολιτική γεωγραφία των Βυζαντινών η Ρόδος ήταν η Μητρόπολις της Επαρχίας των Νήσων.
Η Επαρχία των Νήσων κατείχε την κθ΄ σειρά και περιλάμβανε τις εξής πόλεις: Ρόδος, Κώς, Σάμος, Χίος, Μυτιλήνη, Μέθυμνα, Πέτελος, Τένεδος, Προσελήνη, Άνδρος, Τήνος, Νάξος, Πάρος, Σίφνος, Μέλος, Ίος, Θήρα, Αμολγός και Αστυπαλία.
Στην εκκλησιαστική γεωγραφία η Επισκοπή Ρόδου περί τα τέλη του δ΄ και τις αρχές του ε΄ αιώνα προήχθη σε Μητρόπολη, διότι στην αρχαιότερη γνωστή “τάξιν πρωτοκαθεδρίας” αναγράφεται ως 26η μεταξύ των Μητροπόλεων του Θρόνου.
Οι μεταβολές ως προς την “τάξιν” της Μητροπόλεως Ρόδου στους επόμενους αιώνες είναι οι εξής: Από την Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) έγινε 28η. Από τα μέσα του στ΄ αἰώνα μέχρι τις αρχές του ζ΄ έχει την 33η θέση με 11 Επισκοπές. Από τα μέσα του η΄ αιώνα την 33η, κατά τις αρχές του θ΄ την 30η, κατά τον ι΄ και μέχρι τις αρχές του ιβ΄ την 38η, κατά τα τέλη του ιγ΄ και τις αρχές του ιδ΄ την 45η, ενώ κατά τον ιζ΄ αιώνα επανήλθε στην 38η θέση με μόνη Επισκοπή την Λέρνης.
Ως προς τον αριθμόν των υποκειμένων στον Μητροπολίτη Ρόδου Επισκοπών παρατηρούμε τα εξής: Από τις αρχές του ζ΄ αιώνα μέχρι τις αρχές του θ΄ ο Ρόδου εἰχε υπ᾿ αυτόν 11 Επισκοπές. Γύρω στα μέσα του θ΄ αἰώνα αυξάνονται σε 13 με την ίδρυση των Επισκοπών Νισύρας και Αστυπαλίας. Κατά τις αρχές του ι΄ αιώνα ο αριθμός των Επισκοπών ελλατώθηκε σε 10 με την κατάργηση των Επισκοπών Νισύρας και Αστυπαλίας και την υπαγωγή της Επισκοπής Άνδρου υπό τον Μητροπολίτη Αθηνών. Στα μέσα του ιδίου αιώνα αυξάνονται και πάλι σε 13, γιατί επανεμφανίζονται οι Επισκοπές Νισύρας και Αστυπαλίας και προστίθεται η Επισκοπή Ικαρίας. Μεταξύ των ετων 971-972 ἐλλατώνονται πάλι σε 10 γιατί δεν αναγράφονται οι τρεις παραπάνω Επισκοπές. Μεταξὺ των ετών 972-976 επανεμφανίζονται οι τρεις Επισκοπές και προστίθεται η Επισκοπή Τραχείας. Αργότερα οι Επισκοπές ανέρχονται σε 15, αφου εμφανίζονται ως υποκείμενοι στον Ρόδου οι Επίσκοποι Λίνου και Απαμείας (Τακτικόν ΙΖ΄ αιώνα).
Την περίοδο, μέχρι της καταλήψεως της Ρόδου από τους Ιωαννίτες Ιππότες η Μητρόπολις Ρόδου ακμάζει. Στις Οικουμενικές Συνόδους μετέχουν οι Επίσκοποι: Ελλάνικος ή Ελλανόδικος στην Γ΄, Θεοδόσιος στην Ε΄, Ισίδωρος στην ΣΤ΄ και Λέων στην Ζ΄.
Κατά την περίοδο της Ιπποτοκρατίας η Μητρόπολις Ρόδου εισέρχεται σε μια κρίσιμη περίοδο. Ο Μητροπολίτης Ρόδου ἐκδιώκεται και στη θέση του εγκαθίσταται Λατίνος Αρχιεπίσκοπος. Η εκκλησιαστική περιουσία λεηλατείται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει να χειροτονεί Μητροπολίτες Ρόδου, οι οποίοι βρισκόταν μακριά από την έδρα τους αφού οι Λατίνοι δεν επέτρεπαν την εγκατάσταση τους. Το 1369 η διοίκησις της Μητροπόλεως ανετέθη στον Μητροπολίτη Σίδης “κατ᾿ επίδοσιν”. Ολο αυτό τό διάστημα την διοίκηση της Μητροπόλεως ασκούσε συμβούλιο αποτελούμενο από οφικκιούχους κληρικούς και προκρίτους της νήσου.
Μικρή αλλαγή της καταστάσεως επήλθε κατά τα μέσα του ΙΕ’ αἰώνα εξαιτίας της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της απειλής τουρκικής επιδρομής. Επέτρεψαν μάλιστα οι Λατίνοι και την εγκατάσταση Ορθοδόξου Μητροπολίτη. Στην Σύνοδο της Φλωρεντίας παρέστη ο Ρόδου Ναθαναήλ αλλά όταν επέστρεψε στην έδρα του ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος δεν του επέτρεψε να αποβιβασθεί. Η αντίδραση του λαού στην επιτευχθείσα στην Φλωρεντία “ένωση” ήταν ισχυρή και οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν βίαια κατασταλτικά μέτρα εναντίον του Ορθοδόξου πληθυσμού.
Το 1522 η Ρόδος κατελήφθη από τους Τούρκους. Πρώτος Μητροπολίτης εγκαταστάθηκε ο Ευθύμιος, ο οποίος αργότερα απαγχονίστηκε ως πρωταίτιος επαναστατικού κινήματος. Η εκκλησιαστική ζωή κατά την τουρκοκρατία χαρακτηρίζεται από ομαλότητα αν και δεν απουσιάζουν τα προβλήματα που προκαλούσε η αυθαιρεσία των κατακτητών. Κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και στους επομένους χρόνους η Εκκλησία υπέστη διώξεις και τα προνόμια καταργήθηκαν. Το φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄ το 1835 επανέφερε τα προνόμια, τα οποία καταργήθηκαν εκ νέου κατά την εποχή της διακυβερνήσεως των Νεοτούρκων.
Το 1912 η Ρόδος, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην κατοχή των Ιταλών, οι οποίοι στην αρχή έδειξαν σεβασμό προς την Εκκλησία. Αργότερα άλλαξαν διαθέσεις, κατάργησαν τα προνόμια, ακολούθησαν καταπιεστική πολιτική και δημιούργησαν το λεγόμενο ζήτημα του αυτοκεφάλου, το οποίο συντάραξε την τοπική κοινωνία. Το βάρος της διαποιμάνσεως της Μητροπόλεως Ρόδου καθ᾿ όλη τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας το βάσταξε ο Μητροπολίτης Απόστολος Τρύφωνος, ο οποίος αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 8 Ιουνίου 1946. Μετὰ την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου η Μητρόπολις Ρόδου εισήλθε στην σύγχρονη περίοδο της Ιστορίας της. Το 2004 αποσπάστηκαν απ᾿ αυτή τα νησιά Σύμη, Χάλκη, Τήλος και Καστελλόριζο, τα οποία συγκρότησαν την Μητρόπολη Σύμης, ενώ η Νίσυρος προσαρτήθηκε στην Μητρόπολη Κώου.