Ὅλοι γνωρίζουμε τόν διάσημο πίνακα τοῦ Εὐγένιου Ντελακρουά, πού παρουσιάζει, μέ ἔντονα χρώματα, τήν ἀποτρόπαια σφαγή, πού βίωσε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Χίου τόν Μάρτιο τοῦ 1822. Πρίν δοῦμε ὅμως τά γεγονότα, πού προηγήθηκαν τῆς σφαγῆς, ἄς ἀφήσουμε νά μιλήσει ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας, πού ἔζησε τή φρίκη, τήν ἀπελπισία καί τόν φόβο ἐκείνων τῶν ἡμερῶν. Τά συναισθήματά του αὐτά ἔγιναν διήγημα, μιά ζωντανή μαρτυρία γιά ὅλους ἐμᾶς σήμερα.
Εἶχε ἤδη παραδώσει τό πνεῦμα ἐπί τοῦ σταυροῦ ὁ Ἰησοῦς καί ἡ Χίος σταυρωνόταν καταματωμένη, νέα μάρτυς τῆς μεγάλης ἑλληνικῆς πατρίδας. Ἡ Ἀσία ἀπό τήν προηγούμενη μέρα εἶχε μεταφέρει στήν ἀκτή τῆς Χίου χιλιάδες Ἀσιατῶν δημίων, πού διψοῦσαν γιά αἷμα χριστιανικό. Ἦταν πάνοπλα αὐτά τά αἱμοβόρα τέρατα καί ἀφοῦ πυρπόλησαν καί λεηλάτησαν τήν πόλη, ξεχύθηκαν στά χωριά καί στίς ἐξοχές κατά στίφη, σφάζοντας, ἀτιμάζοντας καί αἰχμαλωτίζοντας.
Καί ἡ καλύτερη φαντασία ἀδυνατεῖ νά συλλάβει ἔστω καί ἀμυδρά αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς φρίκης, ἡ ὁποία περικύκλωσε ξαφνικά τήν σημαντική Χίο….. Τό ἀνοιξιάτικο καταπράσινο χαλί τῶν ἀγρῶν, τῶν βουνῶν καί τῶν κοιλάδων τοῦ νησιοῦ, κατακοκκίνισε, ἀφοῦ ραντίστηκε μέ τό αἷμα πολλῶν ἀθώων γυναικῶν καί παιδιῶν.
Ἕνας χρόνος εἶχε περάσει ἀπό τότε πού κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση καί ὅλοι εἶχαν ξεσηκωθεῖ. Δέν ἄντεχαν πιά τόν τουρκικό ζυγό. Ζητοῦσαν τήν ἐλευθερία τους καί αὐτό ἦταν τό δίκαιο. Αὐτό δέν ἴσχυε ὅμως καί γιά τό νησί τῆς Χίου. Ἡ ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 βρῆκε τό πολυπληθές νησί νά εὐημερεῖ. 117.000 ἦταν οἱ Ἕλληνες, 3.000 οἱ Ὀθωμανοί καί 100 μόνοι οἱ Ἑβραῖοι. Δέν ὑπῆρχε λόγος ξεσηκωμοῦ. Ὁ ἀριθμός ἦταν ἄνισος. Ἐπιπλέον, οἱ Χιῶτες ἦταν αὐτοί πού μέ τό ἐμπόριό τους κυριαρχοῦσαν σέ ὁλόκληρη τή Μεσόγειο, τή Μαύρη θάλασσα καί τό Αἰγαῖο. Ἡ ἐμπορική τους δύναμη, ὁ τεράστιος στόλος τους καί ἡ οἰκονομική τους εὐμάρεια ὤθησαν τόν Σουλτᾶνο νά τούς παραχωρήσει πολλά προνόμια, πού ἄγγιζαν σχεδόν τό καθεστώς αὐτονομίας.
Οἱ πρόκριτοι τοῦ νησιοῦ λοιπόν δέν εἶχαν κανένα λόγο νά ξεσηκωθοῦν. Πρόβαλαν συνεχῶς τήν ἄποψη ὅτι μιά ἀπόπειρα ἐξέγερσης ἦταν καταδικασμένη σέ ἀποτυχία, καθώς τό νησί βρισκόταν μόλις 2 μίλια ἀπό τή Μικρασιατική ἐνδοχώρα.
Ὅμως, ἕνα χρόνο ἀργότερα τά πράγματα κύλησαν ἐντελῶς διαφορετικά. Στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ 1822, ὁ Σάμιος Λυκοῦργος Λογοθέτης, μέ προτροπή τοῦ Χιώτη ἀγωνιστῆ Ἀντωνίου Μπουρνιᾶ, γνωστοῦ καί ὡς Χατζηαντώνη, ἔφτασε στή Χίο. Μέ δυναμικό 1.500 ἀνδρῶν ἐπιτέθηκαν στήν Ὀθωμανική φρουρά. Οἱ 3.000 Ὀθωμανοί τοῦ νησιοῦ κλείστηκαν στό Κάστρο τῆς Χίου. Δυστυχῶς, ἡ ἐπιχείρηση τῶν Ἑλλήνων δέν εἶχε αἴσια ἔκβαση. Ἡ ἐλλιπής ὀργάνωση τῶν ἀγωνιζομένων καί κάποιες ἐσωτερικές ἔριδες στάθηκαν ἱκανές νά φέρουν τήν ἀποτυχία.
Τά νέα τῆς ἐξέγερσης δέν ἄργησαν νά φτάσουν στά αὐτιά τοῦ Σουλτάνου. Ἀχάριστη χαρακτήρισε τή στάση τῶν Ἑλλήνων τοῦ νησιοῦ ἔναντι τῶν προνομίων πού τούς εἶχε παραχωρήσει ἡ Ὑψηλή Πύλη. Ἀμέσως ἔδωσε τό σύνθημα νά ἀρχίσουν οἱ πρωτοφανεῖς ὠμότητες σέ βάρος χιλιάδων ἀθώων.
Τό πρῶτο χτύπημα ἔρχεται στίς 30 Μαρτίου τοῦ 1822 μέ κανονιοβολισμό τῆς πρωτεύουσας τοῦ νησιοῦ καί τῶν περιχώρων. Ὅλα ἔγιναν στάχτη. Καί ἔπειτα ξεκίνησε ἡ σφαγή. Ὁ ἀριθμός τῶν ἀνθρώπων πού σφαγιάστηκαν προκαλεῖ τρόμο.
- Σφαγιάστηκαν οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Χίου, ἐκτός τῶν ἀγοριῶν ἡλικίας μεταξύ 3 καί 12 ἐτῶν καί τῶν γυναικῶν ἡλικίας μεταξύ 3-40 ἐτῶν.
- Ἀπό τούς 117.000 κατοίκους σφαγιάστηκαν πάνω ἀπό 42.000.
- Ὅσοι γλίτωσαν τή σφαγή, αἰχμαλωτίστηκαν καί κατέληξαν στά χέρια τῶν σκληρῶν δουλεμπόρων στά μεγάλα σκλαβοπάζαρα τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας.
Τά ὅσα ἔζησαν αὐτοί πού αἰχμαλωτίστηκαν περιγράφει ὡς αὐτόπτης μάρτυρας ὁ Χριστόφορος Πλάτωνος Καστάνης, πού ἦταν μόλις 8 ἐτῶν, ὅταν οἱ Ὀθωμανοί τόν πούλησαν ὡς σκλάβο:
Σώθηκα γιατί ἤμουν παιδί ἀκόμα. Ξημέρωσε τό φοβερό Μεγάλο Σάββατο. Ξεκινήσαμε νά περπατᾶμε ἀνάμεσα στά πτώματα πρός τό Κάστρο. Ἐκεῖ θά κρινόταν ἡ μοῖρα μας… Ὅσους δέν ἀποκεφαλίστηκαν τούς περίμενε ἡ σκλαβιά. Ὁ δικός μου ἀφέντης μέ ἅρπαξε, μέ ἔδεσε σέ ἕνα σκοινί καί μέ γύριζε στούς δρόμους φωνάζοντας: Πόσο δίνετε γιά αὐτό τό λιοντάρι; Τότε εἶδε ἕνα φίλο του καί τόν παρακάλεσε νά κάνει μιά καλή προσφορά. Ἱκανοποιήθηκε, πληρώθηκε καί μέ παρέδωσε στόν τρίτο ἀφέντη μου. Ἦταν ἕνας Τοῦρκος ἀπό τή Χίο πού ἔμενε στό Κάστρο. Μέ ἀγόρασε 50 γρόσια. Ἐκεῖνο τό Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1822 ἔγινα σκλάβος. Δέν μέ ἔλεγαν πιά Χριστοφόρο. Τό ὄνομά μου, τό ὄνομα τοῦ σκλάβου, θά ἦταν ἀπό ἐδῶ καί μπρός Μουσταφᾶ.
Γιά νά καταλάβει κανείς τή σκληρότητα τῶν κατακτητῶν, εἶναι ἀρκετό νά ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ Τοῦρκος τοποτηρητής τοῦ νησιοῦ, μαζί μέ τήν ἀναφορά πού ἔστειλε στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά πιστοποιήσει τήν ἀνακατάληψη τοῦ νησιοῦ, ἔστειλε 5 φορτία μέ κομμένα κεφάλια καί 2 φορτία μέ κομμένα αὐτιά.
Ἡ τουρκική θηριωδία δέν ἄργησε νά γίνει γνωστή σέ ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη. Ξεσπᾶ ἕνα τεράστιο κῦμα φιλελληνισμοῦ. Ὅσα ἀποτρόπαια συνέβησαν ἀποτυπώνονται πάνω σέ καμβᾶ, σέ χαρτί, σέ ἐφημερίδες καί γίνονται γνωστά σέ ὅλους. Ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ τό 1828 ἐμπνευσμένος ἀπό τή σφαγή συνέθεσε τό ποίημα μέ τίτλο «Τό ἑλληνόπουλο».
Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὥς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα…
Ἡ σφαγή τῆς Χίου ἀποτελεῖ ἔγκλημα κατά τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ διατήρηση τῆς μνήμης εἶναι ἐπιβεβλημένη.
Αὐτό ὀφείλουμε ἐμεῖς σήμερα σέ ὅσους ἔχυσαν τό αἷμα τους στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς.