Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μία φιλανθρωπική πράξη. Δέν εἶναι τά δάκρυα πού χύνουμε οὔτε κάποιο συναίσθημα. Ἡ ἀγάπη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τί εἶναι ἀγάπη Θεοῦ, ἐάν δέν τόν φωτίσει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὅλες οἱ ἀγάπες πού ἔχουμε δέν εἶναι ἀληθινές, ἐάν δέν ἀντλοῦν τήν δύναμή τους ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του τόν Χριστό, ἐάν δέν ἀγαπᾶ τόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ κανέναν. Ἑξαπατᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἄν νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε. Ἡ δική μας ἀγάπη ἔχει κάποια ὅρια, τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε. Εἶναι ἀγάπη ἐγωιστική, σαρκική ὄχι πνευματική.
Γιατί, ποιός μπορεῖ νά ἀγαπάει τούς ἐχθρούς του; Πῶς γίνεται νά θυσιάζεται κανείς ἀνιδιοτελῶς γιά ὅλους, χωρίς νά περιμένει ἀνταπόδοση; Πῶς μπορεῖ κανείς νά συγχωρεῖ αὐτούς πού τόν ἀδικοῦν; Μόνο ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό μᾶς δίνει τήν δύναμη νά τό κάνουμε αὐτό. Νά ἀγαπήσουμε δηλαδή καί τόν ἁμαρτωλό, αὐτόν πού εἶναι σέ πτώση.
Βέβαια, δέν ἀγαπάει κανείς τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τόν ἄνθρωπο. Τόν βλέπει ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὡς πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθεῖ νά τόν ἀφυπνίσει, νά τόν σηκώσει, νά τόν σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀγαπᾶμε τόν πλησίον πραγματικά, ὅταν τόν βγάζουμε ἀπό τήν κόλασή του. Ὅ,τι κάνει κι ὁ Χριστός γιά ἐμᾶς.
Ἡ ἀγάπη, πού δείχνουμε στούς ἀνθρώπους γύρω μας, μᾶς βοηθάει νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κάθε πράξη ἀγάπης πρός τόν πλησίον φουντώνει καί τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό. Καί σέ τί συνίσταται ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον; Νά εἴμαστε εὔσπλαχνοι, ἐπιεικεῖς στά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, συγχωρητικοί στίς προσβολές τους. Νά προσευχόμαστε γιά ὅλο τόν κόσμο, νά βαστάζουμε τά βάρη τῶν ἄλλων, νά ὑπερασπιζόμαστε τό δίκαιο. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, ἐκπληρώνει ὅλο τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Χωρίς αὐτήν κανένα ἔργο καί καμία πράξη δέν εἶναι ἀρεστή στόν Θεό. Κι ἄν κανείς νηστεύει, κι ἄν ἐλεεῖ τούς φτωχούς κι ἄν ἀκόμη χτίζει ἐκκλησίες ἤ κάνει κάτι χωρίς ἀγάπη, ὅλα αὐτά θά θεωρηθοῦν ἕνα τίποτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄν λαλῶ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, ἄν ἔχω προφητικό χάρισμα, ἄν κατέχω τά μυστήρια κι ὅλη τή γνώση κι ἄν ἔχω ἀκόμη ὅλη τήν πίστη γιά νά μετακινῶ βουνά, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, δέν μέ ὠφελεῖ διόλου (Α΄ Κορ. ιγ΄ 1-3).