Ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ βρεῖ τὴν Ἀλήθεια, πρέπει νὰ καθαρθεῖ πρῶτα ἀπὸ τὰ πάθη του. Γιατί ὅποιος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπαλλάσσεται καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ γνωρίζει τὴν Ἀλήθεια.
Μὴν βάζεις τὴν ὁμόνοια πάνω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Δὲν θὰ ἔχουμε κανένα κέρδος ἀπὸ τὴν ὀρθή μας πίστη, ἂν ἡ ζωή μας εἶναι ἁμαρτωλή, ὅπως ἐπίσης δὲν θὰ ἔχουμε καμίαν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν ἐνάρετη ζωή μας, ἂν ἡ πίστη μας δὲν εἶναι ὑγιής.
Ἄς μὴν φερόμαστε στοὺς ἀντιφρονοῦντες μὲ ἐπιθετικότητα καὶ ἀγριότητα, ἀλλὰ ἂς συζητᾶμε μαζί τους μὲ μετριοπάθεια, γιατί τίποτα δὲν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν συγκαταβατικότητα καὶ τὴν πραότητα. «Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐριστικός, ἀλλὰ ἤπιος καὶ ἀνεκτικὸς ἀπέναντι σὲ ὅλους» (Β’ Τιμ. 2:24).
Ἀκόμα κι ἂν ζεῖς ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή, δὲν θὰ ἀποκτήσεις καμία παρρησία στὸ Θεό, ἐφόσον ἀδιαφορεῖς γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου ποὺ χάνονται.
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σωθεῖ κανείς, ἂν δὲν κάνει τίποτα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πλησίον του.
Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει νὰ σώσει ἕναν ἀμελῆ ἀδελφὸ καὶ νὰ τὸν ἁρπάξει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ διαβόλου, μιμεῖται, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν, τὸ Θεό. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ἐξισωθεῖ μ’ αὐτὸ τὸ ἔργο; Ἀπ’ ὅλα τὰ κατορθώματα εἶναι τὸ μεγαλύτερο, ὅλης της ἀρετῆς εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα.
Τὰ πάθη ποὺ τυραννοῦν πιὸ πολύ τους ἀνθρώπους εἶναι ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀκολασία.
Ἡ λύπη, ἡ ἀγωνία, ὁ θυμὸς καὶ οἱ πολλὲς μέριμνες σκοτίζουν τὸ νοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ κάνει λογικὲς σκέψεις.
Τὰ ἁμαρτήματα εἶναι οἱ αἰτίες ὅλων τῶν κακῶν. Στὰ ἁμαρτήματα ὀφείλονται οἱ λῦπες, στὰ ἁμαρτήματα οἱ ταραχές, οἱ πόλεμοι, οἱ ἀρρώστιες.
Ἡ ἁμαρτία, πρὶν ἐμφανιστεῖ καὶ πραγματοποιηθεῖ, σκοτίζει τὸ λογισμὸ καὶ ἐξαπατᾶ τὸ νοῦ. Ὅταν ὅμως, ὁλοκληρωθεῖ, τότε φανερώνει τὴν ἀπρέπειά της, προξενώντας διαρκῆ ὀδύνη στὴν ψυχὴ καὶ ἀφαιρώντας τὴν παρρησία τῆς συνειδήσεως.
Πηγὴ κακῶν εἶναι ἡ ἔλλειψη μέτρου στὶς ἐπιθυμίες μας. Σ’ αὐτὴν ὀφείλονται οἱ πορνεῖες, οἱ πλεονεξίες, οἱ κλεψιές, οἱ φόνοι, οἱ λῃστεῖες, ὁλόκληρη ἡ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς. Ἃ μὴν ἐπιζητοῦμε, λοιπόν, περισσότερα ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὰ ἐνδύματα καὶ στὰ σπίτια καὶ στὶς ἄλλες σωματικὲς ἀνάγκες.
Ἀρχὴ τῆς ρᾳθυμίας εἶναι ἡ ἀναβολή. ἄς μὴν ἀναβάλλουμε, λοιπόν, γιὰ αὔριο τὴ διόρθωσή μας, «γιατί δὲν ξέρουμε τί θὰ φέρει ἡ αὐριανὴ μέρα» (Παροιμ.27:1), οὔτε νὰ λέμε ὅτι θὰ νικήσουμε τὴν κακὴ συνήθεια σιγά-σιγά, γιατί αὐτὸ τὸ «σιγά-σιγά» δὲν θὰ φτάσει ποτέ.
Γιὰ τοῦτο, πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει πιὸ πολὺ νὰ κλαῖμε: Γιὰ τὸ ὅτι, ἐπειδὴ οἱ κακοὶ στὴν ἐποχή μας ἔγιναν πολλοί, τὰ κακὰ δὲν προκαλοῦν πιὰ ντροπὴ σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ διαπράττουν.
Ὅτι γίνεται στὸν καιρό του, εἶναι χρήσιμο. Ὅτι γίνεται ἄκαιρα, ὄχι μόνο ἄχρηστο εἶναι, ἀλλὰ καὶ βλαβερό.
Πηγή: Θέματα Ζωῆς Β’ – Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου Ἀττικῆς