Λύπη «κατά Θεόν» καί λύπη «κατά κόσμον»

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

Ἡ λύπη εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐνυπάρχει στόν ἄνθρωπο. Τήν ἔβαλε ὁ Θεός μέσα μας, γιά νά ἀποκομίσουμε ἀπό αὐτή μεγάλο κέρδος. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τό δημιούργημά Του καί πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη Του. Εἶναι κατάσταση πνευματική.

«Κατά Θεόν» λύπη

Μπορεῖ λοιπόν ἡ λύπη, πού νιώθει κάποιος, νά εἶναι καλή. Εἶναι ἡ λύπη πού προέρχεται ἀπό τό βίωμα τῆς μετανοίας. Λυπᾶται κανείς γιά τά πάθη του, γιά τίς ἁμαρτίες του, γιά τό ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός. Λυπᾶται πού λύπησε τόν Θεό κι αὐτό τόν συντρίβει καί τόν κάνει νά νιώθει πόνο. Κι ὅσο περισσότερο λυπᾶται κανείς, τόσο αὐξάνει ἡ μετάνοιά του.

Κατά Θεόν λύπη εἶναι ἐπίσης τό νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, ὅταν ἁμαρτάνουμε, καί νά μή μεταβιβάζουμε τήν εὐθύνη σέ ἄλλον. Νά λυπούμαστε γιά τόν ἑαυτό μας καί νά καταφεύγουμε στόν Θεό μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση.

Ἡ κατά Θεόν λύπη, ἡ εὐλογημένη αὐτή ἀρετή, ἔχει μέσα της χαρά, ἐλπίδα καί παρηγοριά. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουν οἱ Πατέρες χαρμολύπη. Κι ἐνῶ λυπᾶται κανείς πού δέν ζεῖ, ὅπως θέλει ὁ Θεός, νιώθει ταυτόχρονα ἀνακούφιση καί χαρά.

«Κατά κόσμον» λύπη

Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ «κατά κόσμον» λύπη. Τί σημαίνει λύπη τοῦ κόσμου; Εἶναι ἡ λύπη πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή δέν μποροῦν νά πραγματοποιήσουν τίς γήινες ἐπιθυμίες τους. Εἶναι ἡ λύπη πού νιώθει κανείς, ὅταν τόν προσβάλλουν καί τόν μειώνουν. Αὐτή ἡ λύπη μπορεῖ νά προέλθει ἀκόμη κι ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν φιλαυτία μας.

Λυποῦνται ἐπίσης οἱ ἄνθρωποι πού δέν πιστεύουν στόν Θεό, δέν γνωρίζουν τί εἶναι πνευματική ζωή καί ζοῦν μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Ἐπιζητοῦν τήν εὐημερία, τήν καλοπέραση, τό βόλεμα. Χαίρονται γιά λίγο καιρό, ὅταν ὅμως πέσουν σέ δυσμένεια, θλίβονται καί λυποῦνται. Τό χειρότερο εἶναι ὅτι μέ τήν ζωή πού κάνουν χάνουν καί τόν Παράδεισο. Γι’ αὐτό λέγεται ὅτι «ἡ λύπη τοῦ κόσμου θάνατον παράγει» (Β΄ Κορ. ζ΄ 10). Ὁ Κύριος μακάρισε τούς πενθούντας, ἐκείνους πού ἔχουν τό κατά Θεόν πένθος, ἀλλά ὄχι ἐκείνους πού διακατέχονται ἀπό τήν ἐμπαθή λύπη (Ματθ. ε΄ 4).

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν κατά Θεόν λύπη, εἶναι ὑπάκουος, ταπεινός, εὔσπλαχνος πρός ὅλους. Λυπᾶται γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό καί δέν γνωρίζουν γι’ Αὐτόν. Θλίβεται ἐπίσης γιά τήν ἀδικία, γιά τό ψέμα, γιά τήν ἀκολασία, πού ὑπάρχει στόν κόσμο.

Ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη, μπορεῖ νά καταλάβει κανείς ὅτι ἡ λύπη πού αἰσθάνεται εἶναι δαιμονική, ὅταν βυθίζεται στήν ἀπελπισία καί στήν ἀπόγνωση. Ὅταν νιώθει ὅτι ἔχει ἐκτεθεῖ στά μάτια τῶν ἄλλων καί στά δικά του. Ὅταν λυπᾶται, γιατί ἔχει χαθεῖ ἡ καλή εἰκόνα πού εἶχε σχηματίσει γιά τόν ἑαυτό του.

Τό σατανικό πνεῦμα τῆς λύπης προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο ἄγχος, δυσφορία, κατάθλιψη. Ἀποστερεῖ τήν ἐλπίδα καί καταστρέφει τούς καλούς λογισμούς. Ὁ λυπημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει καμία διάθεση νά προσευχηθεῖ. Ἡ καρδιά του δέν μπορεῖ νά ἀνοιχθεῖ στόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει αὐτή τήν λύπη δέν ἐκτιμᾶ τόν ἑαυτό του· νιώθει ἀποτυχημένος. Στήν συμπεριφορά του γίνεται ἀχάριστος καί ἀπρεπής, ὀξύθυμος καί ἀνυπόμονος. Δέν μπορεῖ νά εἶναι πρᾶος καί εἰρηνικός μέ τούς ἄλλους. Κλείνεται στόν ἑαυτό του καί ἀποφεύγει ἀκόμη καί τά ἀγαπημένα του πρόσωπα καί τούς φίλους του.

Ἡ «κατά κόσμον» λύπη ἀπονευρώνει τήν ψυχή καί τήν κουράζει. Ρουφάει ὅλη τήν δύναμη καί τήν ἐνεργητικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν σταματάει, παρά μόνο ἀφοῦ ἀχρηστέψει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἀδύναμο γιά τά πάντα. Πράγματι, σάν τόν σκόρο πού τρυπάει τό ροῦχο καί σάν τό σαράκι πού κατατρώει τό ξύλο, ἔτσι καί ἡ λύπη βλάπτει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου (Παροιμ. 25, 20α). Εἶναι τό σκουλήκι τῆς καρδιᾶς, πού σιγά σιγά τήν κατατρώει.

Πότε νά λυπᾶται κανείς;

Ἡ μόνη περίπτωση στήν ὁποία πρέπει κανείς νά λυπηθεῖ εἶναι, ὅταν ὁ ἴδιος ἤ κάποιος ἄλλος ἁμαρτάνει. Μόνο τότε εἶναι ἀνάγκη κανείς νά λυπᾶται. Ἡ λύπη πού νιώθει κανείς, ὅταν ἀντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, εἶναι ἐπιζήμια καί ἐφάμαρτη. Δέν θά πρέπει νά λυπόμαστε, ὅταν ὑποφέρουμε καί κακοπαθοῦμε, ἀλλά ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν σέ αὐτό: ὅτι ἡ ἐμπαθής λύπη εἶναι ἁμαρτία.

Πρέπει νά φροντίσουμε νά θεραπεύσουμε αὐτήν τήν ἀρρώστια, πού τόσο μᾶς βασανίζει. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά ἀντισταθοῦμε στόν δαίμονα τῆς λύπης, καταφεύγοντας στήν προσευχή. Νά ἐπιζητοῦμε τήν ἀληθινή παρηγοριά καί ἀνακούφιση, πού προέρχεται ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα, καί νά ἀποφεύγουμε τίς ψεύτικες χαρές τοῦ κόσμου. Νά μήν ἀπελπιζόμαστε ἀπό τίς συμφορές πού μᾶς βρίσκουν. Ὅλα εἶναι μάταια καί προσωρινά καί σύντομα θά παρέλθουν.

Ἀκόμη, θά ἁπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό τό πάθος μέ τήν πνευματική μελέτη. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παρηγορεῖ καί λειτουργεῖ θεραπευτικά γιά τήν ψυχή. Χρειάζεται ἐπίσης νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση. Κάθε φορά πού ἔρχεται ἕνας λογισμός, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά μᾶς φέρει λύπη, ἀμέσως νά τόν διώχνουμε ἤ νά τόν περιφρονοῦμε. Ἐμεῖς νά ἔχουμε τόν νοῦ μας συνεχῶς προσηλωμένο στήν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, πού μᾶς προσμένει.

Νά μήν ξεχνᾶμε τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Νά ἀποφεύγουμε τήν λύπη τοῦ κόσμου καί νά προτιμοῦμε τήν κατά Θεόν λύπη, ἡ ὁποία «μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄ 10). Νά χρησιμοποιοῦμε τήν λύπη ὡς ἐργαλεῖο στόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας. Νά θρηνοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί γιά τήν κατάντια τοῦ κόσμου. Καί ἔτσι θά κερδίσουμε τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια χαρά.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....