Μετά τόν ἀτυχή πόλεμο τοῦ 1897 ἡ Ἑλλάδα προσπαθεῖ νά ἀνασυνταχθεῖ, ἐνῶ ἡ βουλγαρική προπαγάνδα ἔχει ξεπεράσει κάθε ὅριο∙ καταλαμβάνουν μάλιστα ὁλόκληρα χωριά. Ὁ πανσλαβισμός ὀργανώνεται καί ἀπειλεῖ τήν Μακεδονία. Οἱ κάτοικοι προσπαθοῦν ἀπό μόνοι τους νά ἀντιταχθοῦν.
Ὅσο ἡ ἐλληνική Πολιτεία ἀργεῖ νά συνειδητοποιήσει τόν κίνδυνο, τόσο ἔγκαιρα ὁ φωτισμένος πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ τοποθετεῖ δραστήριους Ἱεράρχες στίς περιοχές τῆς Μακεδονίας. Καί μάλιστα προτρέπει στήν ἵδρυση σχολείων. Γιατί, μόνο τά σχολεῖα μποροῦν νά διατηρήσουν τό Ἔθνος καί τήν πίστη.
Ἐπιπλέον, τό 1904 φτάνει στήν Θεσσαλονίκη, ὡς Πρόξενος τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου, ὁ Λάμπρος Κορομηλᾶς, γιά νά συντονίσει τόν Μακεδονικό Ἀγώνα. Βρίσκεται μπροστά σέ μιά ζοφερή κατάσταση· ὁ κίνδυνος τοῦ ἀφελληνισμοῦ καί ἐκβουλγαρισμοῦ τεράστιος. Τότε σαλπίζει ἐθνικό προσκλητήριο. Καλεῖ κοντά του δασκάλους μέ σκοπό τήν διάσωση τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας. Στρατιά ὁλόκληρη ἔσπευσε, δασκάλες ἀπόφοιτες ἀπό τά ἑλληνικά Παρθεναγωγεῖα «διά νά σωθεῖ τό τῆς ψυχῆς ἔδαφος». Νεαρά κοριτσόπουλα, εὐγενεῖς Ἑλληνίδες, ἐφοδιασμένες μέ πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη στήν Πατρίδα εἶναι ἕτοιμες νά σηκώσουν στούς ὤμους τους μεγάλο φορτίο.
Αὐτές ἔγιναν οἱ συνεργάτιδες τῶν Μακεδονομάχων, οἱ σύνδεσμοι μέ τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καί τό Προξενεῖο στήν Θεσσαλονίκη, οἱ μεταφορεῖς ἐντολῶν καί ἐπιστολῶν πρός καί ἀπό τά ἀνταρτικά σώματα. Μά, κυρίως, ἦταν αὐτές πού ἐμψύχωσαν καί ξεσήκωσαν τόν ντόπιο πληθυσμό πρός ἀντίσταση, ἔμαθαν σέ παιδιά καί μεγάλους νά μιλοῦν καί νά γράφουν τά ἑλληνικά καί ὄχι τά σλάβικα.
Τήν δασκάλα Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, ἡ ὁποία στά 18 της χρόνια διακρινόταν γιά τά ἑλληνοχριστιανικά της ἰδεώδη, ἡ ἀπεριόριστη φιλοπατρία της τήν ὅπλισε μέ τόλμη καί αὐτοθυσία νά αναλάβει τήν μεγάλη ἀποστολή. Τόσο πού τό Κομιτάτο τῆς Σόφιας ἀποφάσισε τήν ἐξόντωσή της. Τότε, τό Ἑλληνικό Κομιτάτο τήν ἔθεσε ὑπό τήν προστασία τοῦ Καπετάν Μανώλη Κατσίγαρη. Στήν ἐπιστολή πού τοῦ ἐστάλη, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἦταν γραμμένο: «Δέν ὑπάρχει σπουδαιότερον διά τόν ἀγῶνα μας ἀπό τό νά σώσης τήν διδασκάλισσαν Αἰκατερίνην Χατζηγεωργίου». Παρόλο πού ὁ καπετάν Μανώλης τήν μετέφερε ἀλλοῦ γιά ἀσφάλεια, οἱ Βούλγαροι τήν ἐντόπισαν καί τήν ἔκαψαν μέσα στό ἴδιο της τό σπίτι, ἀφοῦ πολέμησε μαζί τους τέσσερις ὧρες καί σκότωσε πολλούς ἐχθρούς. Ἡ τελευταία φράση πού βγῆκε ἀπό τό στόμα της ἦταν: «Ἐγώ Ἑλληνίς ἐγεννήθην καί Ἑλληνίς θά ἀποθάνω».
Παρόμοια ἔδρασαν καί δραστηριοποιήθηκαν πάρα πολλές δασκάλες. Τί χρωστᾶμε σ’ αὐτές; Καί τί ἀπαντοῦμε σ’ αὐτούς πού ρωτᾶνε, μέσα ἀπό τήν ἱστορική ἄγνοια πού τούς κατέχει, «ποιός ὁ λόγος νά δημιουργηθεῖ αὐτή ἡ στρατιά ἀπό τίς Μακεδόνισσες δασκάλες»;
Σ’ αὐτές τίς νεαρές δασκάλες καί σέ ὅλους τούς ἥρωες τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα χρωστᾶμε τό ὅτι μέχρι σήμερα εἴμαστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καί δέν διαπραγματευόμαστε οὔτε τήν Πατρίδα μας, οὔτε τήν Πίστη μας. Καί ἐπιπλέον -κατά τό παράδειγμά τους- ξέρουμε νά πεθαίνουμε γι’ αὐτά. Διότι, «Ἕλληνες γεννηθήκαμε καί Ἕλληνες θά ἀποθάνουμε»…
Βασισμένο σέ στοιχεῖα τῆς ἀλησμόνητης σύγχρονης Μακεδονομάχου
Ἀθηνᾶς Τζινίκου-Κακούλη