Τη 19 Σεπτεμβρίου 2021 στο πλαίσιο των εορτασμών για την συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, που διοργάνωσε και πραγματοποίει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος σε συνεργασία με το Δήμο Σοφάδων και Μορφωτικό Σύλλογο Σοφάδων πραγματοποίησε Ημερίδα, με θέμα: «Αγώνες ελευθερίας, μαρτυρίες πίστης: οι Θεσσαλοί Νεομάρτυρες». Η Ημερίδα έλαβε χώρα στον εξωτερικό χώρο του Πνευματικού Κέντρου της πόλεως των Σοφάδων.
Εισηγητές της Ημερίδας ήταν οι:
Δρ Ευαγγελία Βουλγαράκη, ΕΔΙΠ στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Πίστη και Επανάσταση».
Η πίστη είναι εμπιστοσύνη. Συνάμα είναι η απόλυτη έξοδος από το εγώ, η απόλυτη αυταπάρνηση, η πλήρης αυτοπαράδοση στον Θεό. Μια τέτοια πίστη, όπως την περιγράφει ο Χριστός στο ευαγγέλιο, μετακινεί βουνά. Δεν είναι η μετρημένη σκέψη, η λογική οικοδόμηση επιχειρημάτων, η περί εαυτόν φροντίδα που κατά βάση θρέφει την επανάσταση· την προγονική μας επανάσταση του 1821 η οποία οδήγησε στην ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάθε άλλη επαναστατική διαδικασία. Η επανάσταση χρειάζεται μια έξοδο από τη σφαίρα της βολής μας, χρειάζεται γενναιότητα, χρειάζεται στέρεη πεποίθηση στις δυνάμεις και την ετοιμότητα για θυσία του φορέα της επανάστασης, χρειάζεται εμπιστοσύνη, χρειάζεται την πίστη. Ειδικά η ελληνική επανάσταση γεννήθηκε ως ιδέα, ωρίμασε και πραγματώθηκε «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Η σύνδεση της επανάστασης με τη χριστιανική πίστη, την πίστη στην Αγία Τριάδα, αποτυπώνεται στο επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας αλλά και στο προοίμιο του Συντάγματος της Ελλάδας, μέχρι σήμερα.
Η ελληνική επανάσταση του 1821, για πίστη και πατρίδα, εκφράστηκε κατεξοχήν από το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος». Ελευθερία είναι η απόλυτη κατάφαση της ζωής, ο απόλυτος έρωτας, η πλήρης στροφή προς τον Θεό. Εξάλλου, στο πλαίσιο της θεολογίας ο Θεός είναι η κατεξοχήν ελευθερία, ο κατεξοχήν έρωτας, η όντως ζωή. Και είναι πράγματι αξιοσημείωτο πώς συνδέεται η έννοια της ελευθερίας με την πίστη, σε μια σύνθεση που προϋποθέτει τη θεολογική κατανόηση της πίστης ως της οντολογικής ελευθερίας του Θεού και της διάθεσης του ανθρώπου να ομοιάσει σε Αυτόν, να θεωθεί.
Εντούτοις, παραδόξως, σε μια ιστορική αντινομία που παρατηρείται στο πλαίσιο του ιστορικού γίγνεσθαι, η παράμετρος της πίστης αποδεικνύεται συχνά ανασταλτική για την επανάσταση. Διότι η ίδια η πίστη θέτει μια σειρά ηθικών προϋποθέσεων, που δεν είναι εύκολο να υπηρετηθούν σε έκρυθμες όσο και βίαιες κοινωνικές καταστάσεις. Η επανάσταση ουδόλως είναι μια ιδέα ρομαντική, αιθέρια. Αποτυπώνει μια χοϊκή πραγματικότητα που εμπεριέχει πολύ ιδρώτα, αίμα και δάκρυ. Η μεγίστη αρχή της χριστιανικής ηθικής που είναι η αγάπη, η οντολογική πραγματικότητα του Θεού ως αγάπη, αγάπη άπειρη, αγάπη που εκτείνεται προς τους εχθρούς, είναι που τίθεται εν αμφιβόλω στην επανάσταση.
Η συζήτηση των θεολογικών προϋποθέσεων της επανάστασης, η διερεύνηση και εμβάθυνση της πολυδύναμης αντίστιξης πίστης και επανάστασης, η σπουδή των οριακών διλημμάτων που αναδύονται είναι πολύ σημαντικό έργο της θεολογίας, ομού και της ιστορικής επιστήμης. Πέρα από μια συζήτηση επί της αρχής, θεωρητική και συστηματική, έχει πολύ ενδιαφέρον να συνεξεταστεί το κατεξοχήν παράδειγμα της ελληνικής επανάστασης του 1821 σε συνάρτηση με άλλα επαναστατικά παραδείγματα. Έτσι, αξίζει να αναφερθεί ότι η γέννηση και ανάπτυξη της Ορθοδοξίας στην Αφρική στα μέσα του 20ύ αι., μέσω της ιεραποστολής, έχει τις ρίζες της σε αντιαποικιοκρατικά κινήματα στην Αφρική, τα οποία επεδίωξαν την καταξίωση του Αφρικανού και την οικοδόμηση της θρησκευτικής του ταυτότητας εν Χριστώ, αλλά πάντως όχι σε σύνδεση με τις εκκλησίες δυναστικών και αποικιοκρατικών δυνάμεων. Εδώ έχουμε ένα παράδειγμα αυτοθυσίας και αγώνα των Αφρικανών, ιδίως της Ανατολικής Αφρικής, πολύ παραπλήσιο με εκείνο της ελληνικής επανάστασης.
Εξάλλου, στο οικουμενικό πλαίσιο της θεολογίας της απελευθέρωσης, σε συνθήκες απροσμέτρητης κοινωνικής αδικίας γεννήθηκαν ρεύματα που στηρίζουν τη θεολογία της επανάστασης.
Δύο ρήσεις από την επί του Όρους Ομιλία του Χριστού έρχονται σε μια αντίστιξη συναφώς με την αντίσταση στην αδικία, ή την επανάσταση. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί· ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται.Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης· ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτ 5: 9-10).
Οι ειρηνοποιοί θα κληθούν υιοί του Θεού, μας λέει ο προτελευταίος μακαρισμός. Η βασιλεία των ουρανών ανήκει όμως, σύμφωνα με τον τελευταίο μακαρισμό, στους δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης. Ανάμεσα σε αυτούς ας προσμετρηθούν και οι επαναστάτες.
Διότι ακόμα και αν εισέρχεται κανείς πράγματι στο ηθικό δίλημμα, μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης, υπάρχει το θεμελιώδες ανθρώπινο ερώτημα: Υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη;
Η τελική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ο Θεός, και η ψηλαφητή απάντηση στο πεδίο της Ιστορίας είναι η προσευχή «Γεννηθήτω το θέλημά Σου», μια προσευχή που φέρει μαζί της όλες τις ηθικές συνέπειες αλλά και το χρέος της επανάστασης!
Δρ Φανή Λυτάρη, Διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων – συνεργάτης της «Μητροπολιτικής Ακαδημίας Θεολογικών και Ιστορικών Μελετών Αγίων Μετεώρων», με θέμα: «Οι Νεομάρτυρες στη μεταβυζαντινή τέχνη».
Ο όρος Νεομάρτυρες άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την περίοδο της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο, σε αντιδιαστολή προς τους αρχαίους μάρτυρες, για να δηλώσει αυτούς οι οποίοι μαρτύρησαν, διότι απέδιδαν τιμή στις εικόνες. Στη συνέχεια, ο όρος χαρακτήρισε τον ορθόδοξο χριστιανό που μαρτύρησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είτε γιατί προτίμησε τον θάνατο απέναντι στον εξισλαμισμό, είτε γιατί υπήρξε εξωμότης, ανεξίθρησκος και επανήλθε στην πίστη του. Σύμφωνα με τη συνηθέστερη εκδοχή των χρονικών ορίων της χρήσης του όρου «νεομάρτυρας» η έναρξή της εντοπίζεται στις χρονολογίες (κατά τόπους διαφορετικές) της οθωμανικής κατοχής και το τέλος της, στις χρονολογίες απελευθέρωσης των ελληνικών εδαφών.
Οι Νεομάρτυρες της Θεσσαλίας στα δύσκολα χρόνια του αφελληνισμού και του συστηματικού εξισλαμισμού που επιχειρούσε η Οθωμανική αυτοκρατορία, στάθηκαν φωτεινά παραδείγματα θάρρους και αυτοθυσίας για τους Έλληνες που υπέφεραν και πρότυπο ώστε να μην γίνονται εξωμότες. Η Θεσσαλία υπήρξε ο τόπος που δεν στερήθηκε την παρουσία και την ευλογία τους και ο αριθμός τους είναι αρκετά ευρύς.
Το κενό στη μελέτη της εικονογραφίας των νεομαρτύρων της Θεσσαλίας παραμένει έως σήμερα μεγάλο, αν και υπάρχουν κάποιες μικρές, μεμονωμένες μελέτες.
Ο Άγιος Γεδεών ο εν Τυρνάβω ή Καρακαλληνός, γεννήθηκε στην Κάπουρνα, ένα χωριό της επαρχίας Δημητριάδος, κοντά στη Μακρινίτσα. Υπολογίζοντας την πορεία των γεγονότων της ζωής του και γνωρίζοντας το έτος του μαρτυρίου του, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο άγιος Γεδεών γεννήθηκε το 1765 ή το 1766. Η μαρτυρική του πορεία είναι αυτή που προκάλεσε τον θαυμασμό και ενέπνευσε τους αγιογράφους. Απεικονίσεις του απαντούν τόσο στο Άγιον Όρος, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μονή Καρακάλλου, όσο και στα Τρίκαλα. Σημαντικοί αγιογράφοι του 19ου αιώνα, όπως οι Χιονιαδίτες, απεικονίζουν τη μορφή του αγίου σε πολλούς ναούς της Θεσσαλίας, όπως στη Αγία Παρασκευή και στον Άγιο Γεώργιο Μεταξοχωρίου, αλλά και σε πολλές φορητές εικόνες.
Ο άγιος Σεραφείμ, από το χωριό Πεζούλα της Καρδίτσας, γεννήθηκε στα μέσα του 15ου αι. Η βαθιά θρησκευτικότητα που απέκτησε στους κόλπους της οικογένειάς του, τον έκανε να στραφεί από νωρίς στον μοναχικό βίο. Έγινε μοναχός και αδελφός στη Μονή Κορώνης και στη συνέχεια ηγούμενος της Μονής. Το μαρτυρικό τέλος του αγίου εξαπλώθηκε στον χώρο των Αγράφων και αποτέλεσε την αφορμή για να αναγνωρισθεί ως άγιος και να συμπεριληφθεί η μορφή του σε ναούς της Θεσσαλίας, όπου λαμβάνει ιδιαίτερης τιμής. Η πρώτη απεικόνιση του αγίου έγινε το 1664, 63 χρόνια μετά τον θάνατό του σε φορητή εικόνα του γνωστού κρητικού ζωγράφου Φιλοθέου Σκούφου, η οποία σήμερα δεν υπάρχει. Απεικονίσεις του αγίου έχουμε σε αρκετούς ναούς της Θεσσαλίας, όπου ο άγιος παριστάνεται συνήθως στον χώρο του Ιερού, ενδεικτικά στη Μονή Κορώνας, στο παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως στη Μονή Πέτρας, στον Άγιο Γεώργιο Ρεντίνας, στον ναό της Φανερωμένης της Μονής Πελεκητής στην Καρύτσα του νομού Καρδίτσας, σε ναούς των Βραγγιανών Καρδίτσας, κ.α. Ιδιαίτερη αποτελεί η απεικόνιση του αγίου ως προστάτη και θεραπευτή της πανώλης, σε χαλκογραφία του έτους 1818.
Ο άγιος Γεώργιος ο νεομάρτυρας γεννήθηκε το 1798 στη Ραψάνη Λαρίσης. Όσον αφορά στην εικονογραφία του αγίου η μορφή του όπως και το μαρτύριό του ιστορούνται σε νεώτερα μνημεία, ενώ παλαιότερες απεικονίσεις έχουμε σε φορητές εικόνες. Χαρακτηριστικές είναι αυτές με το μαρτυρολόγιο στου αγίου.
Ο άγιος Νικόλαος του νεομάρτυρα, ο οποίος αν και γεννήθηκε στο Μέτσοβο, έζησε και μαρτύρησε στα Τρίκαλα, ενώ η αγία κάρα του φυλάσσεται στο παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών της Μονής Βαρλαάμ. Αν και η επίσημη πράξη κατατάξεως του νεομάρτυρος Νικολάου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας έγινε πρόσφατα, εν τούτοις η συνείδηση της Εκκλησίας τον είχε ανακηρύξει άγιο από την πρώτη κιόλας στιγμή του μαρτυρίου του. Έκφραση αυτής της συνειδήσεως της Εκκλησίας αποτελούν οι ναοί που είναι αφιερωμένοι στο όνομά Του και οι τοιχογραφίες που βρίσκονται σε πολλούς ναούς και μοναστήρια της Θεσσαλίας. Η παλαιότερη απεικόνιση του αγίου απαντά στο παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών της Μονής Βαρλαάμ, είκοσι μόλις χρόνια από τον θάνατό του, το 1637.
Αργότερα, στην περιοχή της Θεσσαλίας ο νεομάρτυρας απεικονίζεται στα τέλη του 17ου αι. στον ναό του αγίου Δημητρίου στα Τρίκαλα, ενώ τον 18ο αι. στη Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταγιάδων Καλαμπάκας, στον ναό των Αγίων Αποστόλων στον Κλεινοβό Καλαμπάκας και στο καθολικό της Μονής Αγ. Δημητρίου Γριζάνου (1838) και όπως είναι λογικό βέβαια η απεικόνισή του υπάρχει και σε αρκετούς ναούς του Μετσόβου όπου απεικονίζονται και σκηνές από τα μαρτύρια του αγίου.
Οι Νεομάρτυρες υπήρξαν ταυτόχρονα άγιοι της Εκκλησίας και ήρωες της Πατρίδας, ανέδειξαν τη δύναμη του απλού και αθώου ανθρώπου, η οποία αποδείχθηκε ισχυρότερη από τη δύναμη του σφαγέα. «Συστήνονται» στο ευρύ κοινό με το χριστιανικό τους όνομα ασφαλώς, αλλά και με το τοπωνύμιο από το οποίο κατάγονται. Αντιπροσωπεύουν και επανασημασιοδοτούν τον τόπο και την πίστη των ανθρώπων σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο.
Δρ Γρηγόρης Στουρνάρας, Αρχαιολόγος – Διδάκτωρ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με θέμα: «Οι εξ Αγαρηνών Νεομάρτυρες».
Ανάμεσα στους αγίους της Εκκλησίας θα συναντήσει κανείς ένα πλήθος από μάρτυρες των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Ξεχωριστή όμως θέση καταλαμβάνουν στην εκκλησιαστική ιστορία οι Νεομάρτυρες κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας (μικρά παιδιά, λαϊκοί άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, μοναχοί και ιερείς), οι οποίοι οδηγήθηκαν σε ποικίλα βασανιστήρια και στον μαρτυρικό θάνατο για την ανυποχώρητη θέση τους όσο αφορούσε τη χριστιανική πίστη τους.
Μετά την Άλωση η ορθόδοξη εκκλησία βρέθηκε αντιμέτωπη με διάφορα σοβαρά προβλήματα διαποίμανσης, τα οποία σχετίζονταν με την κοινωνική και οικονομική καταπίεση των κατακτημένων χριστιανών, προσπάθειες για αφομοίωση και πλήρη ενσωμάτωση. Ο απλός λαός αντιστάθηκε όπως και όσο μπορούσε σε διάφορα επίπεδα και αρνήθηκε τον πολλά υποσχόμενο για μια άνετη ζωή εξισλαμισμό. Οι Νεομάρτυρες –άλλοι αρκετά γνωστοί σήμερα και άλλοι ακόμη στην αφάνεια- αποτελούσαν τους νέους λαϊκούς ήρωες, οι οποίοι προτίμησαν το θάνατο από μια άνετη ζωή, αλλά με καταρρακωμένη συνείδηση.
Οι Νεομάρτυρες θα μπορούσαν να καταταχτούν στις εξής κατηγορίες:
Α) Ομολογητές της χριστιανικής πίστης, οι οποίοι με παρρησία δήλωναν την θρησκευτική τους ταυτότητα
Β) Αλλαξοπιστήσαντες, οι οποίοι εκούσια μεταστράφηκαν στο Ισλάμ, αλλά στη συνέχεια επανήλθαν στην ορθόδοξη εκκλησία
Γ) Οι εξ Αγαρηνών, οι οποίοι ήταν μουσουλμάνοι, αλλά σε κάποια στιγμή της ζωής τους ήλθαν σε επαφή με τη χριστιανική διδασκαλία και μεταστράφηκαν.
Οι ιστορικές πηγές είναι σχετικά φειδωλές για τους εξ Αγαρηνών νεομάρτυρες, μολονότι εντοπίζονται από τον 16ο αιώνα ως τα μισά του 19ου αιώνα. Οι ίδιοι ήταν εξ ορισμού αποβλητέοι από τη θρησκευτική τους κοινότητα εξαιτίας της μεταστροφής τους, ενώ και οι χριστιανοί τους αντιμετώπιζαν με πιθανή καχυποψία σχετικά με τα ανιδιοτελή κίνητρά τους για την προσχώρηση στη χριστιανική εκκλησία. Γεγονός αποτελεί ότι το αποτέλεσμα της αποστασίας τους από το Ισλάμ, μια ιδιαίτερα σοβαρή κατηγορία, ήταν η θανατική καταδίκη. Με το μαρτύριο τους στέκονται ισάξια δίπλα σε όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες και Νεομάρτυρες.
Οι πιο γνωστοί εξ Αγαρηνών Νεομάρτυρες είναι:
- Ο άγιος Εμίρης Τουνόμ, 8 Απριλίου 1579
- Ο άγιος Κωνσταντίνος εκ Καππούας , 18 Αυγούστου 1610
- Ο άγιος Αχμέτ ο Κάλφας, 3 Μαΐου 1682
- Ο άγιος Ιωάννης ο Βραχωρίτης , 23 Σεπτεμβρίου 1814
- Ο άγιος Κωνσταντίνος ο εξ Αγαρηνών, 2 Ιουνίου 1819
- Ο άγιος Ιωάννης «Αρναουτογιάννης» ο Δραγάτης, 5 Μαΐου 1845
Τον συντονισμό της Ημερίδας είχε η κ. Αικατερίνη Σταθοπούλου και των ομιλητών η δρ. Δήμητρα Ρουσιώτη.