Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος τήν Παρασκευή 7 Ἰανουαρίου, πρώτη ἐργάσιμη ἡμέρα μετά τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυροῦ Κοσμᾶ, μετέβη στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως στό Μεσολόγγι, τέλεσε τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ μέ τήν εὐκαιρία τοῦ νέου ἔτους καί τήν ἀρχή τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, ὁμίλησε στούς ἐργαζομένους στά Γραφεῖα, Κληρικούς καί λαϊκούς, γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη, μέ τόν ὁποῖον ἦταν συμμαθητές στά «Παπαστράτεια» Γυμνάσια Ἀγρινίου, καί γιά τήν προσφορά του στήν Ἐκκλησία, κυρίως τόνισε ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν ζωή μας, καί ἐμεῖς ὀφείλουμε σεβασμό καί ὑπακοή στήν Ἐκκλησία.
Ὕστερα παρέλαβε τήν οἰκονομική διαχείριση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί συζήτησε μέ τόν Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιο Καραγεῶργο, τόν Νομικό Σύμβουλο Ἰάκωβο Μπαλτᾶ, τόν Γραμματέα, τόν λογιστή καί ἄλλους ὑπαλλήλους καί ἔδωσε τίς δέουσες ὁδηγίες γιά τήν συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπέστειλε τήν πρώτη Ἐγκύκλιο πρός τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἡ ὁποία διαβάστηκε στούς Ἰερούς Ναούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τίς Ἱερές Μονές, τήν Κυριακή 9 Ἰανουαρίου.
Ὁ Σεβασμιώτατος Τοποτηρητής τήν Κυριακή 9 Ἰανουαρίου λειτούργησε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου στό Ἀγρίνιο, πού εἶναι πολιοῦχος τῆς πόλεως, μέ τόν Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τούς Ἐφημερίους καί τόν διάκονο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Στό κήρυγμά του ἀνέλυσε μέ συντομία τά κεντρικά σημεῖα τῶν ἀναγνωσμάτων τῆς ἡμέρας.
Μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε ὅτι στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα παρατίθεται ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τό μέγα, καί ὅτι στόν λαό πού καθόταν στό σκοτάδι ἀνέτειλε τό Φῶς. Ἀνέλυσε ὅτι αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν συμβολικό, ἠθικό, ἀλλά θεῖο, ἄκτιστο. Καί τό σκότος τοῦ λαοῦ ἦταν νοητό, ἦταν τό σκότος τοῦ νοῦ. Ἔτσι, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τό ἔργο Του ἦρθε αὐτό τό Φῶς στούς ἀνθρώπους, καί βλέπουν τό Φῶς, ἀφοῦ καθαρίζεται ἡ καρδιά τους καί φωτίζεται ὁ νοῦς τους.
Ἐπίσης στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ φωτισμοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό γίνεται μέ τήν ὅλη ζωή της καί τό πολίτευμά της πού εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό, γι’ αὐτό ὁ Θεός ἔδωσε στήν Ἐκκλησία τούς Ἀποστόλους, τούς Προφῆτες, τούς Εὐαγγελιστές, τούς ποιμένας καί διδασκάλους, μέ σκοπό νά καταρτίζονται οἱ ἅγιοι, καί νά ἀποκτοῦν τό μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ θέωση.
Ἑπομένως, ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, καί ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει σκοτασμό νοῦ πρέπει νά φθάση στόν φωτισμό, καί νά δῆ τό Φῶς. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῶν Ἐπισκόπων, τῶν ποιμένων καί διδασκάλων, ὅλα τά ἄλλα εἶναι ὑποδεέστερα. Δυστυχῶς, ὅμως, ὅπως τόνισε, σέ μερικούς Κληρικούς καί Χριστιανούς ἐπικρατεῖ ἡ ἐκκοσμίκευση, ἀφοῦ ἀσχολοῦνται μέ λεπτομερειακά θέματα, ἀγνοώντας τόν βαθύτερο σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας εὐχαρίστησε τούς Κληρικούς, τούς Ψάλτες, τούς Ἐπιτρόπους τούς ἐκκλησιασθέντας, πού τήρησαν τά μέτρα γιά τήν ἀποφυγή τῆς διάδοσης τοῦ κορωνοϊοῦ, θυμήθηκε ὅτι ὡς μαθητής Γυμνασίου ἐκκλησιαζόταν στόν Ἱερό αὐτόν Ναό, καθώς, ἐπίσης, ἀναφέρθηκε στόν παπα Ἀποστόλη Φαφούτη, πού ἀνοικοδόμησε τόν Ἱερό Ναό, καί ὑπῆρξε ἕνας φωτεινός Ἱερέας τῆς Πόλεως τοῦ Ἀγρινίου.
Μετά τήν θεία Λειτουργία ἐπισκέφθηκε τό σπίτι, τό ὁποῖο λειτουργοῦσε παλαιά ὡς Οἰκοτροφεῖο, στό ὁποῖο ἔμενε καί ἐκεῖνος κατά τά γυμνασιακά του χρόνια, ὅπου συνάντησε τόν ἀγαπητό του Ἱερέα π. Ἀριστείδη Ἀντωνιάδη. Μετά ἐπισκέφθηκε τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Στήν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τό «Κτῆμα Ταξιαρχῶν». Πρόκειται γιά ἀγρόκτημα ἀπό τό ὁποῖο παράγονται γαλακτοκομικά προϊόντα, τό ὁποῖο διευθύνει ὁ Ἱερεύς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κωνσταντῖνος Καντάνης, μέ συνεργάτες του καί ἐπιτελεῖ πλούσιο φιλανθρωπικό ἔργο.
Ἐπιστρέφοντας στήν Ναύπακτο, μετά τό μεσημέρι, τέλεσε τρισάγιο στόν τάφο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυροῦ Θεοκλήτου, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Ἐλεούσης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, καί ἀπό τόν ὁποῖον ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ἱερόθεος παρέλαβε τήν Ἱερά Μητρόπολη τό 1995, καί τόν βοήθησε οἰκονομικά στίς ἀρχές τῆς ποιμαντορίας του.