“Η Πίστη των Ηρώων θεμέλιο της Αγιασμένης Επανάστασης” Ομιλία του Σεβασμιωτάτου κ. Δωροθέου Β΄ στα Ιωάννινα

Ομιλία εκφωνηθείσα στον ιερό ναό της Αγίας Μαρίνης Ιωαννίνων, την Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 2022, κατόπιν προσκλήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου.

Σεβασμιώτατε,
Στον λειτουργικό και υμνολογικό απόηχο της Δεσποτικοθεομητορικής Εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου, συνιστά ιδιαίτερη τιμή για μένα η αδελφική σας πρόσκληση να ομιλήσω στην αποψινή πνευματική εκδήλωση στον Ιερό αυτό Ναό της Αγίας Μαρίνης και να σας μεταφέρω την ευλογία της Μεγαλόχαρης από την ιερά νήσο Τήνο, η οποία πριν λίγες ημέρες εόρτασε την 199η επέτειο από την Εύρεση της Θαυματουργού Εικόνος Της, εδώ στην ιστορική Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων, με τήν ὁποία μας συνδέουν μητρώες ρίζες, καθώς η μητέρα μου εγεννήθη το 1926 στο Κάστρο των Ιωαννίνων, όπου υπηρετούσε τη θητεία του ο πατέρας της και μετέπειτα ήρωας του έπους του 1940 Νικόλαος Ορφανουδάκης, και την οποία θεοφιλώς και λαοφιλώς διαποιμαίνετε, ως καλός και φιλόστοργος πατέρας του λογικού ποιμνίου, που σας ενεπιστεύθη ο Κύριος, νυχθημερόν για την κάλυψη των πνευματικών και υλικών του αναγκών μεριμνών και μετ’ αυτού τις Θερμοπύλες των βορείων συνόρων της πατρίδος μας με αυτοθυσία φρουρών!
Αξιος διάδοχος του μεγάλου Αγωνιστή Γερμανού του Καραβαγγέλη και των αοιδίμων Προκατόχων σας, όσων ανήλθαν στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, Θεολήπτου Α΄, Ματθαίου Β΄ , Γαβριήλ Δ΄ και Ιωακείμ του Β΄, και στον Αποστολικό Θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Σπυρίδωνος Βλάχου και του Σεραφείμ Τίκα, με τα χαρακτηρίζοντα την προσωπικότητά σας χαρίσματα και τις διέπουσες την ψυχή σας αρετές, πηδαλιουχείτε, και ευχόμεθα εις πολλούς και αγαθούς χρόνους, με δεινότητα και επιτυχία, εν μέσω κλύδωνος και παντοίων κινδύνων, το σκάφος της κατ’ Ιωάννινα παροικούσης Εκκλησίας προς λιμένας σωτηρίας.
Ιερώτατοι πατέρες, εκλεκτή πνευματική ομήγυρι, το θέμα της αποψινής μου ομιλίας είναι ««Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΜΕΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821»
Πρώτος ο άγιος αγιογράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου απέδωσε στην Επανάσταση του 1821 το χαρακτηρισμό «αγιασμένη», γράφοντας ότι: «Η Ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη. Στην Πόλη κρεμάστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Αθανάσιος Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας και σουβλίστηκε για την πίστη του. Στην Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά και οι περισσότεροι πεθάνανε με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στην Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες».
Σπαράζει για 400 χρόνια σφαγμένος από το τουρκικό γιαταγάνι ο δικέφαλος αετός. Το Βυζάντιο σκλαβώθηκε. Οι Ελληνες σοφοί φοβισμένοι φτερούγισαν στην Ευρώπη. Κι η σκλαβωμένη Ελλάδα, μαζί με την άλλη της δυστυχία – βία, αυθαιρεσία, παιδομάζωμα, εξισλαμισμοί- σκεπάστηκε και με της αγραμματοσύνης το πηχτό σκοτάδι. Ενας ο στόχος του δυνάστη, να ξεχάσει ο Έλληνας την ιστορία του, να καμφθεί το φρόνημά του, να αλλάξει την ταυτότητά του. Αν το πετύχαινε, το όνειρο για λευτεριά θα έμενε απραγματοποίητο, η φυλή θα έσβηνε. Αυτόν τον κίνδυνο διέβλεψε και πρόλαβε η Εκκλησία.
Η Εκκλησία, αφενός ως χώρος ελευθερίας η ίδια διέβλεψε και αφετέρου συναισθανόμενη το καθήκον της, ν’ αγωνίζεται για τα δίκαια του ανθρώπου, άρα και της ελευθερίας του, δεν ήταν δυνατόν να μείνει απαθής στη σκλαβιά και δυστυχία του Έλληνα! Έτσι στα χρόνια της δουλείας απέβη η «Κιβωτός του Έθνους».
«Όταν το Βυζάντιον έπεσεν, η Εκκλησία παρέσχε εις τον Ελληνισμόν ακόμη εξοχωτέραν υπηρεσίαν. Μαζί με την Ορθοδοξίαν διεφύλαξεν και την Ελληνικήν Εθνότητα και την Ελληνικήν Παιδείαν, μας διαβεβαιώνει ο διάσημος Βυζαντινολόγος Ντηλ, έχοντας ως «εγχειρίδιο γραμματικής» την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Αυτά που έβγαλαν «τους Μακρυγιάννηδες και τους αγωνιστές του Γένους», κατά την εύστοχη φράση του Οδ.Ελύτη.
Διεφύλαξε, ως κόρην οφθαλμού, προπάντων στα Μοναστήρια της, τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την Βυζαντινή και Εκκλησιαστική Παράδοση και καλλιέργησε τις Επιστήμες.
Και έτσι, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, οι Έλληνες, σαν έτοιμοι από καιρό, ρίχτηκαν στον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα όπως οι μάρτυρες της Εκκλησίας, με την ίδια πίστη και την ίδια ελπίδα στο Θεό!
Πολέμησαν όχι μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη θρησκεία. Στην Προκήρυξη του ο Γεωργάκης Ολύμπιος τόνιζε: «Εμπρός αδέλφια. Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδος. Θάνατος στους βαρβάρους».
Τα Μοναστήρια τροφοδοτούσαν τούς αρματολούς και παρείχαν καταφύγιο στους διωκόμενους. Συχνά γίνονταν εστίες αντίστασης (Μονή Σέκου, Μονή Αρκαδίου κ.λπ.). Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης με τον αυθεντικό λόγο του έχει γράψει: «…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθήκες) μας και όλα τ’ αναγκαία του πολέμου, ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τούς Τούρκους».
Αλλά και όπως μπορεί να συμπεράνει ένας απροκατάληπτος μελετητής από όλες τις ιστορικές πηγές, απομνημονεύματα, επιστολές, έγγραφα, περιηγητικά κείμενα και άλλες γραπτές μαρτυρίες της εποχής εκείνης είναι ότι, οι παράτολμοι αγωνιστές, πού ανέλαβαν το μεγάλο εγχείρημα, είχαν πλήρως διαμορφωμένη ελληνορθόδοξη συνείδηση, ακλόνητη πίστη, πολέμησαν στο όνομα του αγίου Τριαδικού θεού, στον οποίο και βάσιζαν τις ελπίδες τους και από τον οποίο αντλούσαν τη βεβαιότητα για τη νίκη. Ζούσαν όλοι ευχαριστιακή ζωή. Ο Μακρυγιάννης γράφει σε άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων» του: «Του λέγω, Κόπιασε η γενναιότη σου και σ’ αυτήνε την μπατάγια την σημερινή θα γένει ο Θεός αρχηγός, και με την δύναμη του θα λυπηθεί εμάς και την πατρίδα μας… Τι θα κάνεις, μου λέγει, σε τόσο πλήθος Τούρκων; Είναι ο Θεός του λέγω, και κάνει ο ίδιος!».
Στους περιηγητές της περιόδου κάνουν εντύπωση οι μεγάλες περίοδοι νηστειών πού τηρούν οι Έλληνες. Κάποιος από αυτούς σημειώνει ότι μόλις τελειώνει η μία, αρχίζει η άλλη. Στα «Απομνημονεύματα» του ο ηρωικός Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημειώνει: «…Έκατσα έως πού εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, οπέ εκατέβηκα κάτου, ήταν μια εκκλησιά εις τον δρόμον (η Παναγιά εις το Χρυσοβίτζι) και το καθησιό μου ήτον οπού έκλαιγα την Ελλάς, Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φοράν τους Έλληνας να εμψυχωθούν- και επήρα ένα δρόμο κατά την Πιάνα…». Παρακάτω ο ίδιος γράφει: «23 ώρες εβάσταξε ο πόλεμος. Εκείνην την ημέρα ήτον Παρασκευή, και έβγαλα λόγον ότι, Πρέπει να νηστεύωμε όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας, και να δοξάζεται αιώνας αιώνων ως ου στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της πατρίδος…».
Αυτοί οι άνδρες μας χάρισαν την λευτεριά μας, πού δεν έκαναν ορθολογιστικές σκέψεις, αλλά με τη βαθιά πίστη τους είχαν την προστασία του Θεού. Όπως ο λιονταρόψυχος Καραϊσκάκης, πού κατέφυγε στη βοήθεια των Αγίων, σαν τότε πού βρέθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ, πάνω από τη Λιβάδια, κι έπεσε στα πόδια μαζί με τούς άντρες του και του έταζε: «Βοήθησε μας, Άγιε Σεραφείμ, να διώξουμε τον Κιούταγα από την Αθήνα, να γλιτώσουμε τούς κλεισμένους Χριστιανούς και να κάνουμε τούς Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλι στον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σου…».
Στο όνομα του Τιμίου Σταυρού επιχειρούσε κάθε εξόρμηση του ο γενναίος ναυμάχος της Ύδρας Ανδρέας Μιαούλης.
Στον «Άρη» του είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο ξύλινο Σταυρό, όπου έβαλε να χαράξουν κάθετα: «Σταυρού τύπος, εχθροίς τρόμος» και οριζόντια, «Σταυρός πιστών στήριγμα».
Ο ίδιος έγραψε στον Γεώργιο Κουντουριώτη τις παρακάτω υπέροχες γραμμές:
«Ας μη λείψη, παρακαλώ, και η Υμετέρα Εκλαμπρότης από του να συνεργήση εις το να γίνωσιν αι ανήκουσαι προς Κύριον προς εξιλέωσιν της θείας αυτού δικαιοσύνης ικεσίαι διά τας αμαρτίας και εμού του αναξίου και όλου του χριστεπωνύμου λαού… όπως συνοδευούσης της θείας αυτού Αγαθότητος, ενισχυθώσιν από την παντοδύναμον χάριν Του οι βραχίονες των Ελλήνων και ούτω κατατροπώσαντες διά του επί της ελληνικής σημαίας τιμίου Σταυρού και τους αισθητούς εχθρούς τούτους, αυτούς μεν υποχρεώσωμεν και άπαντας να ομολογώσι και να κηρύττωσι «Μέγας ο Θεός και η πίστις των Χριστιανών», ημείς δε δοξολογούντες να ψάλλωμεν το του προφητάνακτος «η δεξιά σου Κύριε δεδόξασται».
Ο δε Κωνσταντίνος Κανάρης με προσευχή ξεκίνησε για το κατόρθωμα στο λιμάνι της Χίου.
«Μία δύναμις», γράφει χαρακτηριστικά, με άρπαξε από την λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μία δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε…Αυτή η θεία δύναμις μου έδωσε θάρρος δια να φθάσω με το πυρπολικό μου στην Τουρκική Ναυαρχίδα…Οι Τούρκοι ήταν τόσοι ώστε εάν έπτυον επάνω μας θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως…Εις το όνομα του Κυρίου φώναξα εκείνη τη στιγμή. Έκανα τον Σταυρό μου και πήδηξα στη βάρκα. Οι φλόγες του πυρπολικού μεταδόθηκαν στην Ναυαρχίδα που τινάχθηκε στον αέρα και παρέσυρε στον θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
Όσο έλειπαν από το νησί ο Κανάρης και οι συμπολεμιστές του, όλος ο κόσμος γονατιστός προσευχόταν για τη σωτηρία τους. Καί η επιστροφή τους στα Ψαρά με προσευχή ευχαριστήριο κατέληξε. Οι ιερείς με τα εξαπτέρυγα, οι προύχοντες και όλος ο λαός τον συνόδευσαν στον ναό του Θεού. Εκείνη η πομπή πάνω στο μικρό αλλά τρισένδοξο νησάκι, μας θυμίζει τα χρόνια, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι χιλιοτραγουδισμένοι νικηταί ηρωικών αγώνων ανέβαιναν ταπεινοί προσκυνηταί στην Αγιά Σοφιά, για να ψάλουν «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Τότε παρομοίως, ο θρυλικός μπουρλοτιέρης κατέθεσε στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και έπεσε με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό. Κατόπιν εξομολογήθηκε, μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων και με ταπείνωσι και σεμνότητα απεσύρθη στο ήσυχο σπιτάκι του.
Αλλά και ο Γέρος του Μωρηά, ο Κολοκοτρώνης ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Στα 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την Τρίπολη.
Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απέμεινε κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα έκαμνε; Τι θα μπορούσε να κάνη ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζη την καρδιά του η φλόγα της πίστεως.
Λίγο πριν αρχίσει τον αγώνα στα Δερβενάκια είπε: Έλληνες, απόψε ήλθε η Παναγία και μου είπεν: «Η Παναγία, σκέπη, βοηθός και προστασία!» Μακάρι και σήμερα στην Παναγία να προσβλέπουμε και τούτη τη δέηση να λέμε: «Παναγιά μου ψύχωσε τους Έλληνες!».
Ακόμη, η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα είπε στους Προκρίτους και στους Δημογέροντες: «Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».
Ιδού και τα επιβεβαιωτικά λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη:
«Οι αγωνισταί βάστηξαν την θρησκείαν του τόσους αιώνες με τους Τούρκους-και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν˙ και λευτέρωσαν και την Πατρίδα τους, αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι αυτείνοι ένας και χωρίς τ’αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι˙ και τ’άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Και με την πίστι εις τον Θεόν λευτέρωσαν την Πατρίδα τους».
Ο μεγάλος Διαφωτιστής και Δάσκαλος του Γένους Αδαμάντιος Κοραής έγραφε προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη «…Τούτο παρακαλώ να τους παραγγείλετε να πράττωσιν εις το εξής, παριστάνοντες εις αυτούς, ότι πολεμούν όχι μόνον υπέρ πατρίδος, αλλά και υπέρ πίστεως».
Τους δε κατωτέρω λόγους του Σπυρίδωνος Τρικούπη θα μπορούσε κάλλιστα να τους εκφέρει ένας πνευματικός: «…Αχ, διά τους οικτιρμούς του Θεού, ο οποίος είναι όλος αγάπη, διά το όνομα της Πατρίδος, η οποία είναι όλη αρετή, ας καθαρίσωμεν την ψυχήν μας, και εις αυτήν την ώραν του κινδύνου, από τον ρύπον της διχονοίας, ας θάψωμεν εις τον τάφον της λησμονησίας τα άγρια και ανόητα πάθη μας, ας πλύνωμεν τας μεμολυσμένας καρδίας εις το ιερόν λουτρόν της αγάπης, ο πατριωτισμός ας λαμπρύνη, εις το εξής τον θολωμένον νουν μας, η ειλικρίνεια ας βασιλεύση εις την καρδίαν μας, η αγάπη κα η σύμπνοια ας προπορεύωνται, ως νεφέλη πυρός, όλων των βουλών μας και όλων των έργων μας».
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απευθυνόμενος προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έλεγεν ως ιεροκήρυξ: «Ιδού ο Θεός μεθ’ ημών, ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Ο Παντοκράτωρ Θεός δεν μας αφήνει εις την διάκρισιν του εχθρού. Αλλά είναι σύμμαχός μας, καθώς πολλάκις το είδομεν και άμποτε εις το εξής διά της δυνάμεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και διά της ενεργείας και γενναιότητός σας να αφανισθή ο εχθρός εξ ολοκλήρου…».
Και ο μεγάλος Καποδίστριας μας αφήνει, ως τίμια παρακαταθήκη τη διαπίστωση ότι «Η Ιστορία και το μέλλον της Ελλάδος στηρίζονται πάνω σε τρεις λέξεις: Θρησκεία, Ελευθερία, Πατρίς».
Έτσι, όταν το Έθνος απελευθερώθηκε και συντάχθηκαν τα Συντάγματά του, άρχιζαν όλα, όπως άλλωστε και το σημερινό, με επίκληση της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομοουσίου Τριάδος. Αυτή υπήρξε και είναι η πίστη και η δύναμη του ελληνικού λάου, η Ορθοδοξία κιβωτός της σωτηρίας του και σώτειρα του Γένους πανθομολογούμενη, συστατικό σπουδαίο της συνείδησης και της ταυτότητας τους. Όπως έγραφε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, «Σ’ αυτό τον τόπο Ορθοδοξία και Ελλάδα πάνε μαζί».
Μάλιστα, ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε για την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας: «Στις μέρες μας είναι μόδα η απομυθοποίηση. Είναι ο νέος ναρκισσισμός. Οι αγωνιστές του ’21 ήταν άνθρωποι τραχείς και μάλιστα με όλα τα στραβά και ανάποδα του κόσμου, αλλά στη δεδομένη στιγμή γίνανε πλάσματα που δέχονται να θυσιαστούν και να πεθάνουν για κάτι που πιστεύουν ανώτερο: για την ελευθερία ή την Αγία Τριάδα ή την πατρίδα ή την περηφάνεια του προσώπου μπροστά στην κοινότητα. Δηλαδή ήταν σαν εμάς, ενώ ήταν ήρωες. Ή, αν προτιμάτε, ήταν ήρωες ενώ ήταν σαν εμάς. Αυτή είναι η αλήθεια….»
Η Επανάσταση του ΄21 ήταν ένα πνεύμα, μια ιδέα, ένα όραμα πανεθνικό και πανορθόδοξο, ελληνορθόδοξο, που διέτρεχε κάθε γενιά και ποτιζόταν από τα κρυφομιλήματα των κληρικών στο κρυφό σχολειό, τους λόγους και τα δημοτικά τραγούδια μας στις εκκλησιαστικές πανηγύρεις, τον όρκο των Φιλικών, το Θούριο του Ρήγα, τις Διδαχές του Πατροκοσμά, τα παραμύθια γύρω από το τζάκι στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, στους αναστεναγμούς στα εξωκκλήσια και τους ναούς, στις κατανυκτικές λειτουργίες και στα μοιρολόγια και στους θρήνους στο χαμό των παλικαριών στις δράσεις της Κλεφτουριάς.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ή μάλλον τι δείχνει όλο αυτό το γεγονός; Το γεγονός αυτό αποδεικνύει περίτρανα ότι μέσα σε τόσους αιώνες δεν είχε σβήσει η φλόγα της ψυχής μας, που μας άναψε ο Δημιουργός μας, όταν μας χάρισε το λογικό και το αυτεξούσιο, την ελευθερία μας δηλαδή και την ανθρωπιά μας.
Δεν είχε χαλάσει η ψυχή μας.
Ζούσε η ελληνική ψυχή.
Είχε ελευθερία μέσα της και γι αυτό έφερε και ελευθερία στην υπόδουλη Ελλάδα.
Ζούσε σα σπίθα κάτω από τη στάχτη και όταν ήρθε το θέλημα του Θεού, όταν χτύπησαν οι καμπάνες του Ουρανού, η σπίθα έγινε φλόγα, φωτιά και πυρκαγιά, έγινε θεόρατο κύμα και σάρωσε τη σκλαβιά.
Αυτή τη σπίθα τη φύσηξε τότε η πνοή του Θεού. «΄Ηταν θέλημα Θεού, λέγει ο Κολοκοτρώνης…. Έπεσε σα θεϊκή βροχή η επιθυμία να ελευθερωθούμε».
Εδώ βρίσκεται το μυστικό της Μεγάλης μας Επαναστάσεως.
Ο λαός μας δεν άφησε το καντήλι της ψυχής του σβηστό.
Οι Προπάτορές μας, οι δάσκαλοι και οι παππάδες μας, οι καλόγεροι και οι διδάχοι του Γένους μας, όλοι, μα όλοι, εκτός ελαχιστοτάτων εξαιρέσεων, έριχναν καθημερινά σ΄ αυτό το άγιο κανδήλι της Φυλής μας το λάδι της πίστης, της ιστορίας, της προσευχής, της ελπίδ[ος, με λόγο, με ενθάρρυνση, με ετοιμασία πνεύματος.
Κι έστειλε ο Θεός, όταν ήρθε το πλήρωμα των καιρών, ανθρώπους γενναίους και αρχηγούς ικανούς στο λαό μας κατά το θέλημά μας και το θέλημά Του και μπήκαν μπροστάρηδες στον αγώνα μας. Και έγινε το Θαύμα. Και θαύμασε ο ουρανός και η γη, «λαοί, φυλαί και γλώσσαι» τα μεγαλεία του Θεού και τα κατορθώματα των Ελλήνων διηγήθησαν!
Γι’ αυτό κάθε αναφορά στην Αγιασμένη Επανάσταση του 1821 είναι παιάνας νίκης των ηθικών αξιών, ταξίδι προς την Ελλάδα των ονείρων και των λογισμών.
Είναι Λόγος Ακάθιστος, όπως ακάθιστος και ακάθεκτος ήταν και ο ανθρωπισμός και η λεβεντιά του λαού μας!
Ό, τι μας διδάσκει είναι πυροβασία στην ρητορική του Θείου και του Ορθόδοξου, είναι μνήμη που στέκει εκστατική και αγέρωχη μπροστά στην ατέρμονα αναζήτηση της αλήθειας για μιαν θυσία, είναι ο τελευταίος θάμνος στον γκρεμό, που τον αρπάζει η λευτεριά και κρατιέται.
Ο λαός μας ολόκληρος, που διέσωσε μέσα στον κόρφο του τα ελληνικά γράμματα και την ορθόδοξη πίστη στην αγνή χριστιανοσύνη, έμελλε να γράψει τις πιο λαμπρές σελίδες δόξας κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών αγώνων.
Ήταν ένας ξεσηκωμός πέρα από τα όρια της λογικής. «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς», λέγει ο Κολοκοτρώνης. «Αλλ’ ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την Επανάσταση, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία και πυροβολικό και ηθέλαμεν λογαριάσει την ιδικήν μας δύναμιν και την τουρκικήν».
Είναι βαριά η ανάσα των επαναστατημένων Ελλήνων που φτερουγίζουν ως Αρχάγγελοι της Ρωμιοσύνης αυτή την ώρα μέσα σε τούτον εδώ τον επιβλητικό ιερό Ναό και αφουγκραζόμεθα τις ψαλμωδίες τους.
Κι αυτό είναι ονομαστική κλήση προς εμάς, όλους εμάς τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, να λάβουμε Φως, λίγο έστω φως, από εκείνη την στήλη, από το Άγιο Φως, που καίει επάνω στους τάφους των παλληκαριών μας, όσων θυσιάστηκαν για να λευτερωθεί αυτός ο τόπος από την Οθωμανική δουλεία και να κρατηθεί λεύτερος, καλώντας μας να ατενίσουμε τις βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο της ιστορίας, τα γαλαζοπράσινα μάτια της λευτεριάς, σαν θάλασσα και σαν ουρανό και σαν παράπονο μιας όμορφης και λαβωμένης πατρίδας…
Αγαπητοί μου!
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, εύστοχα παρατηρούσε: «Ο Ελληνισμός δεν θα ζήσει αν μείνει χωρίς οράματα και ελπίδα. Μόνο αν κρατηθεί άπαρτο το κάστρο της μνήμης, που το συντηρούν τα ηρωϊκά κατορθώματα και οι θρύλοι, το Γένος μας θα δοξασθεί. Και μόνον, αν αγκαλιάσει ξανά τη ζώπυρη Ελληνορθοδοξία του με συνειδητή πιστότητα, η φυλή θα επιβιώσει. Οφείλουμε να εμπνεύσουμε στα παιδιά μας αυτοπεποίθηση και πίστη. Οφείλουμε, όχι μόνο να ενθυμούμαστε, αλλά και να μιμούμαστε την λεβεντιά και την αρετή των τιτανομάχων της Λευτεριάς. Ας μην εξαντληθεί η φαρέτρα των οραμάτων μας, και ας μην αποπροσανατολισθούν τα βλέμματα των ψυχών μας».
Και ο κατά πάντα άξιος διάδοχός του, Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β΄, ο οποίος αύριον άγει την επέτειο της εκλογής του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών, υπογράμμιζε στο Μήνυμά του της Πρωτοχρονιάς του 2021: « Σας καλώ να κλίνετε ευλαβώς το γόνυ της ψυχής και του σώματος ενώπιον της σεπτής μνήμης των Νεομαρτύρων και των Ηρώων της πίστεως και της πατρώας γης!…Οι Νεομάρτυρες επέλεξαν να θυσιάσουν την ζωή τους για να διατρανώσουν στους υπόδουλους το ορθόδοξο, οικουμενικό μήνυμα ότι …. μέλλον δεν υπάρχει χωρίς φως Χριστού. Στάθηκαν όρθιοι με ήθος Χριστιανικό και τόλμη Ελληνική. Προτίμησαν τον μαρτυρικό θάνατο παρά την αλλαγή πίστεως και εθνικής συνειδήσεως.
Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία! Οι συνθήκες ήσαν αντίξοες. Είδαμε αδελφούς να χάνονται, αλλά δεν λιποψυχήσαμε! Είδαμε κατακτήσεις και απώλειες εδαφών, αλλά δεν σταματήσαμε να αγωνιζόμαστε. Η πίστη στον Θεό, η συνείδηση της διαχρονικής συνέχειας του Έθνους, η αγάπη μας για τα γράμματα, το αντιστασιακό μας ήθος, η κοινοτική αλληλεγγύη, αυτά ήσαν τα πνευματικά εφόδια τα οποία οδήγησαν στην Ελευθερία και θέριεψαν το κίνημα του Φιλελληνισμού. Διατηρήσαμε άσβεστη την φλόγα και δεν απογοητευθήκαμε. Δεν υποδουλωθήκαμε ηθικά και πνευματικά. Ήμασταν και είμαστε πάντοτε ελεύθεροι. Ελεύθεροι στην καρδιά, ελεύθεροι στην σκέψη, ελεύθεροι στο φρόνημα, ελεύθεροι στην συνείδηση!»
Κατακλείων την ομιλία μου. και αφού σας ευχαριστήσω και πάλιγια την πρόσκλησή σας να είμαι απόψε εδώ, στην ιστορική πόλη των μεγάλων του Έθνους Ευεργετών και των ξακουστών Ασημουργών, αλλά και για την προσοχή σας, καταθέτω την προφητική και συνάμα προειδοποιητική, για τους δύσκολους καιρούς που διανύομε σήμερα, διαπίστωση του Στρατή Μυριβήλη:
«Αν υπάρχομε σήμερα σαν Ελληνική Φυλή, είναι γιατί κρατηθήκαμε από το άμφιο της Θρησκείας μας όλα αυτά τα χρόνια».
Και οι έχοντες ώτα ακούειν, ακουέτωσαν!

 

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....