“Μέσα στο ταξί” – Μια αληθινή ιστορία

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

 

 

Τό δειλινό ἄρχισε νά ἁπλώνει τό πολύχρωμο ὑφαντό του πάνω ἀπό τίς ψηλές πολυκατοικίες τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ κυρ-Γιῶργος, σκεφτικός μέσα στό ταξί, παρατηροῦσε τόν κόσμο. Ἄλλοι γυρνοῦσαν κατάκοποι ἀπό τήν δουλειά, προσδοκώντας τήν θαλπωρή τοῦ σπιτιοῦ τους. Ἄλλοι ἔβγαιναν τήν βραδινή τους βόλτα, νά χαλαρώσουν, νά μιλήσουν γιά τούς κόπους τῆς ἡμέρας. Ταξιτζής ὁ κυρ-Γιῶργος. Ἀμέτρητα τα δρομολόγιά του, ἀμέτρητες καί οἱ ἐμπειρίες του. Κάθε ἄνθρωπος καί μιά διαφορετική ἱστορία. Ἀπίστευτες οἱ περιπέτειες καί ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων. Ἀγαποῦσε τό ἐπάγγελμά του. Τόν βοηθοῦσε καί ὁ χαρακτήρας του, καθώς ἦταν κοινωνικός, φιλικός μέ ὅλους, εὐχάριστη παρέα. Ἔκανε καί χιοῦμορ, ὅπου σήκωνε. Κυρίως ὅμως, ἦταν διακριτικός· καί αὐτό ἦταν πού ἔκανε τούς ἐπιβάτες νά νιώθουν ἄνετα μαζί του καί νά τοῦ ἐμπιστεύονται τά βάσανά τους.

Τίς σκέψεις του διέκοψε τό ἄνοιγμα τῆς πίσω πόρτας. Ἕνας νεαρός μέ μακριά μαλλιά καί σκισμένο παντελόνι μπῆκε στό ταξί.

— Καλησπέρα, παλικάρι, γιά ποῦ μέ τό καλό;

— Στόν Ἅγιο Δημήτριο, παρακαλῶ, ἀπάντησε τό ἀγόρι μέ σταθερότητα.

— Μάλιστα… Ἔξοδο ἔχουμε; Δέν θυμᾶμαι νά ἔχει ἐκεῖ ἀπέναντι κανένα καλό στέκι γιά νέους.

— Ἔ, ὄχι… βασικά πάω στήν ἐκκλησία, στόν Πνευματικό μου.

Ὁ κυρ-Γιῶργος προσπάθησε νά κρύψει τήν ἔκπληξη, πού ἀποτυπώθηκε στό πρόσωπό του. Νέο παιδί, νά τρέχει στίς ἐκκλησίες! Ὁ ἴδιος, μεγάλος ἄνθρωπος, κι ἀκόμα δέν εἶχε σκεφτεῖ τήν Ἐξομολόγηση στά σοβαρά. Θαύμασε τόν νέο. Τόν καμάρωσε καί κρυφά μέσα του τόν ζήλεψε, γιατί ξεκινοῦσε τήν ζωή του μέ τίς καλύτερες βάσεις.

— Μπράβο ἀγόρι μου, καλά κάνεις. Πολύ καλά κάνεις.

Τό φυσοῦσε καί δέν κρύωνε, γιά ὥρα πολλή, ἀφοῦ ἄφησε τόν νέο ἔξω ἀπ’ τόν ναό τοῦ Πολιούχου. Τέτοια γκάφα! Νά τοῦ μιλάει γιά καφετέριες κι ἐκεῖνος νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία… Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ κυρ-Γιῶργος ἄλλαξε. Ἐντυπωσιασμένος ἀπό τόν νεαρό, ἀναθεώρησε τίς σχέσεις του μέ τήν Ἐκκλησία. Καί φυσικά τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἔκανε, ἦταν νά ἐξομολογηθεῖ. Μέχρι καί τόν σταθμό στό ραδιόφωνο ἄλλαξε. Πλέον ἀκούει μόνο «Λυδία»!

***

Στήν πιάτσα τώρα περιμένει τό ἑπόμενο δρομολόγιο, ἀκούγοντας τό ἀγαπημένο του ραδιόφωνο. Ἡ πόρτα ἀνοίγει καί μπαίνει φουριόζα μιά κυρία φορτωμένη σακοῦλες. Μέ ἕνα βλέμμα στόν καθρέφτη, καταλαβαίνει πώς ἡ πελάτισσα εἶναι ἐκνευρισμένη, ἕτοιμη γιά καβγά. Ὁ κυρ-Γιῶργος δέν θέλει νά δώσει ἀφορμή.

— Καλημέρα, κυρία μου, ποῦ πᾶτε; ρώτησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε. Ἐκείνη ἀπάντησε νευρικά καί ἄρχισε νά ψάχνει κάτι στό κινητό της. Δέν πέρασαν ὅμως λίγα λεπτά καί ξέσπασε.

— Τί εἶναι αὐτό πού ἀκοῦς! Κλεῖσε, σέ παρακαλῶ, τό ραδιόφωνο, εἶπε ἡ πελάτισσα μόλις ἀντιλήφθηκε τίς πρῶτες νότες βυζαντινῆς μουσικῆς, πού ἀκούγονταν ἐκείνη τήν ὥρα. Ταξί πῆρα, δέν μπῆκα σέ ἐκκλησία!

Ὁ κυρ-Γιῶργος ταράχτηκε. Αὐτό δέν τό σήκωνε. Ἄναψε ἀμέσως τά ἀλάρμ καί σταμάτησε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου.

— Ἄν δές σᾶς ἀρέσει, κυρία μου, μπορεῖτε νά κατεβεῖτε.

Ἡ πελάτισσα γούρλωσε τά μάτια. Αὐτή ἡ ἀντίδραση τοῦ ταξιτζῆ ἦταν τό τελευταῖο πρᾶγμα πού περίμενε. Πῆγε νά πεῖ κάτι, ἀλλά οἱ λέξεις δέν ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα της…

— Ἐγώ αὐτό ἀκούω, γιά νά ἀντέχω ὅλη μέρα στήν τρέλα τῆς πόλης. Ἄν δέν σᾶς ἀρέσει, ἀποφασίστε τί θά κάνετε, συμπλήρωσε ἀποφασιστικά ὁ ὁδηγός. Ἡ πελάτισσα ἠρέμησε:

— Τέλος πάντων, προχώρα, θά τό ἀντέξω κι αὐτό.

***

Σέ λίγο ἡ βάρδια τελείωνε καί ὁ κυρ-Γιῶργος τραβοῦσε χειρόφρενο, μέ τήν σκέψη ἀγκιστρωμένη στό τελευταῖο δρομολόγιο:

— Τί νά πεῖς; Ὅσοι ἄνθρωποι, τόσες γνῶμες… Ἄλλοι ξαφνιάζονται, ἄλλοι διαφωνοῦν, ἄλλοι ἀδιαφοροῦν, ἄλλοι ἐπικροτοῦν. Ἀνεμοδείκτης ἡ γνώμη τοῦ κόσμου. Καλά πού ἐγώ καταστάλαξα καί λυτρώθηκα.

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....