Οἱ λέξεις ἐρασιτέχνης, ἐρασιτεχνισμός δέν ἔχουν καλή ἔννοια, μολονότι ἡ ἐτυμολογική τους ἀνάλυση μᾶς ὁδηγεῖ σέ διαφορετικό, ἀντίθετο συμπέρασμα. Κατ’ ἀρχάς ἡ σύνθετη λέξη ἐρασιτέχνης σημαίνει τόν ἐραστή, ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ πολύ, πού εἶναι ἐραστής τῆς τέχνης. Ἀλλά κατόπιν ξέπεσε στό χειρότερο ἡ ἔννοιά της, ὅπως συνέβη καί μέ ἄλλες λέξεις τῆς γλώσσας μας. Γιά παράδειγμα ἡ λέξη ἀγαθός. Ἀρχικά στό λεξιλόγιό μας δήλωνε τόν ὡραιότερο, τόν ἰδεώδη ἄνθρωπο ἀπό ἠθικῆς ἀπόψεως, ἐνῶ σήμερα στά χείλη μας κατάντησε ἡ λέξη νά ἔχει ἔννοια ὑποτιμητική.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ λέξη ἐρασιτέχνης σύν τῶ χρόνω συνδέθηκε ὄχι ἀπλά μέ τήν ἁπλότητα, ἀλλά μέ τήν προχειρότητα. Ὁ ἐρασιτεχνισμός βρίσκεται κάτω ἀπό τόν ἐπαγγελματισμό. Ἡ μέ ἀβέβαιο ἀποτέλεσμα καί προχειρότητα ἐργασία ὑποτιμᾶται λογικά καί σωστά ἀπό τήν ἐργασία μέ ἐπαγγελματική συνείδηση, γνώση καί ἀκρίβεια. Γιά παράδειγμα, ἐάν κάποιος ὑποστεῖ κάποιο κάταγμα στό χέρι του ἤ στό πόδι του δέν θά ἐμπιστευθεῖ τή θεραπεία του σέ ἔνα «πρακτικό», ἐρασιτέχνη τοῦ παλιοῦ καιροῦ γιατρό. Σήμερα θά προσφύγει μέ ἐμπιστοσύνη στό γιατρό τόν εἰδικό, πού ἀσχολεῖται μέ τά προβλήματα τῶν ὀστῶν. Κάποτε ὅσοι πάθαιναν κάποιο κάταγμα ἔπρεπε νά μείνουν διά βίου ἀνάπηροι. Μέ πόση τρομακτική φυσικότητα διηγεῖται σχετικό γεγονός ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στό γλαφυρό του διήγημα «Βακούφικα». Ἐκεῖ περιγράφεται λυρικότατα, πῶς νεαρή κόρη, ὅταν ἔπεσε ἀπό τήν καρυδιά καί ἔσπασε τό πόδι της ἔμεινε, ὕστερα ἀπό νοσηλεία δύο μηνῶν κοντά στούς «πρακτικούς γιατρούς» διά βίου χωλή, ἡ δέ μητέρα της πέθανε ἀπό τόν καϋμό της «…τρεῖς μῆνας μετά τό πάθημα τῆς θυγατρός της, πονοῦσα βαθέως διότι ἔβλεπε χωλήν τήν ὡραίαν θυγατέρα της» (Τά διηγήματα. τ.Α΄σ.217).
Ἀλλά τέτοιες καί χειρότερες ἀναπηρίες προκαλεῖ καί ὁ ἐπιπόλαιος ἐρασιτεχνισμός σέ ἄλλα γνωστικά πεδία, πού ἀφοροῦν ὄχι τό σῶμα ἀλλά τό πνεῦμα, τή ψυχή. Ἐργάτες ἀκούραστοι αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ εἶναι ὅσοι μέ ἐλαφρά καρδία καί πολλή ἐπιπολαιότητα καί τρομερή ἀνεπάρκεια ἀσχολοῦνται μέ τά σοβαρά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της καί γνωμοδοτοῦν μέ αὐθεντία. Τά θεωροῦν τόσο βατά θέματα, τόσο εὔκολα καί προσιτά στόν κάθε χριστιανό!
Το φαινόμενο αὐτό εἶναι διαχρονικό. Ἀνέκαθεν ἐμφανίζονται χριστιανοί πού ἀποφαίνονται σάν διδάσκαλοι ἔμπειροι ἐπάνω σέ θέματα σοβαρά ἐκτός τῆς ἁρμοδιότητός των. Τέτοιους χριστιανούς ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στήν Δευτέρα καθολική Ἐπιστολή του, οἱ ὁποῖοι ἄν καί τελείως ἀναρμόδιοι παρερμήνευαν καί διαστρέβλωναν δύσκολα νοήματα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπως γράφει, Παύλου προκαλώντας πνευματική ζημία στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. «καί τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε καθώς καί ὁ ἀγαπητός ἡμῶν ἀδελφός Παῦλος κατά τήν αὐτῶ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν ὡς καί ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περί τούτων ἐν οἷς ἐστιν δυσνόητα τινα ἅ οἱ ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καί τάς λοιπάς γραφάς πρός τήν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β΄ Πέτρου 3,15-16).
Τέτοιοι «ἀμαθεῖς καί ἀστήρικτοι» καί μέ περισσότερο θράσος ἐμφανίζονται στά χρόνια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου. Ἐπαγγελματίες στήν καθημερινή ζωή, ἀγωνιστές τοῦ ἐπιουσίου, βιοτέχνες καί χειρώνακτες, ἀνελάμβαναν ρόλο θεολόγου τόν καιρό τῶν μεγάλων θεολογικῶν καί χριστολογικῶν ἐρίδων καί μέ πολεμική ὁρμή προέβαλαν ἀπόψεις θεολογικές διεκδικώντας τό ἀλάθητο καί διασαλεύοντας τή γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ θεολογικός ἐρασιτεχνισμός των εὔκολα συνδεόταν μέ τόν θρησκευτικό φανατισμό καί τήν ἰδεολογική ἀντιπαλότητα. Γι’ αὐτό τό λόγο καί ὁ θεοφόρος ἐκεῖνος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας ἔλεγε: «Εἶναι νά λυπᾶται κανείς, ὅταν βλέπει κάποιους ἀπό τή μιά μέρα στήν ἄλλη νά γίνονται θεολόγοι… πέφτουνε τό βράδυ νά κοιμηθοῦνε τεχνίτες καί ξυπνοῦνε σοφοί, αὐτοχειροτόνητοι θεολόγοι». Καί ὅταν μερικοί διαμαρτυρόμενοι τοῦ ἔλεγαν «Δηλαδή, πάτερ, δε θ’ ἀσχολούμαστε μέ τό Θεό;» ἀπαντοῦσε — Ἀντίθετα, φίλε μου, ἀπαντοῦσε, ν’ ἀσχολεῖσαι καί μέ τό παραπάνω. Ἄν μπορεῖς, ἔχε τό Θεό στό νοῦ σου πιό συχνά κι’ ἀπ’ ὅσο ἀναπνέεις. Μπορεῖς. Δέ σε συμβουλεύω ὅμως νά θεολογεῖς χωρίς τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις» (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Στυλ. Παπαδοπούλου, Ὁ πληγωμένος ἀετός 10η ἔκδ. σσ.259-260).
Καί ὅπως παλιά ὁ «πρακτικός» γιατρός μέ τίς συμβουλές καί τά γιατροσόφια του μόνο ζημιά θά προκαλούσε, ἔτσι καί ὁ κάθε ἀπαίδευτος καί φανατικός συμβουλάτορας σέ θέματα πνευματικά. Μπορεῖ νά δίνει ἄνετα ἐρμηνεῖες Βιβλικῶν χωρίων καί ἄς ἔχει μελετήσει ἐλάχιστα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μπορεῖ μέ αὐτοπεποίθηση εἰδικοῦ ἐπιστήμονος ἀπό τή θέση τοῦ πνευματικοῦ νά ἀποφαίνεται μέ τρόπο ἀπόλυτο γιά θέματα παιδαγωγικά, γιά θέματα ψυχολογίας, γιά λεπτά οἰκογενειακά ζητήματα καί ἄς εἶναι ὁ ὁρίζοντας τῶν γνώσεων του στενός καί ζοφώδης. Μπορεῖ ἀκόμη ὁ ἐρασιτέχνης καί «ἀμαθής» κληρικός νά δίνει γνῶμες γιά σοβαρά καί δύσκολα θέματα κανονικοῦ δικαίου ἤ καί ἱστορικά χωρίς νά κατέχει στοιχειώδη γνώση αυτῶν τών γνωστικῶν ἀντικειμένων. Μάλιστα μερικοί καθώς εἶναι κυριευμένοι ἀπό τό σύμπλεγμα τῆς παντογνωσίας τολμοῦν νά μιλήσουν καί γιά θέματα ἰατρικῆς φύσεως θέτοντας σέ ἄμεσο κίνδυνο αυτήν τήν ὑγεία τῶν πνευματικῶν τους τέκνων.
Δέν εἶχαν ἀσφαλῶς ἄδικο ὅσοι θεώρησαν τήν ἡμιμάθεια χειρότερη ἀπό τήν ἀμάθεια. Αὐτή ἡ ἡμιμάθεια καί ὁ ἐρασιτεχνισμός ἀντάμα μέ τόν φανατισμό καί τά πάθη τῆς αὐτοπροβολῆς καί τοῦ ἐπάρατου ἐγωισμοῦ μόνο κακά καί ὀλέθρια ἀποτελέσματα συνεισφέρουν στήν κοινωνία. Κάποτε μάλιστα θανάσιμα ἀποτελέσματα. Τουλάχιστον ἡ Ἐκκλησία, μέ τήν πικρή πεῖρα τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ καί τήν τεράστια εὐθύνη τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητος τοῦ ποιμνίου της ὀφείλει νά εἶναι πολύ εὐαίσθητη στό ζήτημα αὐτό. Παλαιότερα εἶχε συστήσει Σχολές ἱεροκηρύκων καί πνευματικῶν, ὅπου ἐκπαιδεύονταν καί ἐξασκοῦντο γιά κάποιο διάστημα ὑπό τήν ἐπίβλεψη ἔμπειρων κληρικῶν ὅσοι θά ἀνελάμβαναν αὐτά τά δύσκολα ἔργα, τοῦ ἱεροκήρυκος καί τοῦ ἐξομολόγου. Μήπως θά ἔπρεπε νά ἀναβιώσουν οἱ χρήσιμες αὐτές σχολές, μετά μάλιστα ἀπό τά τραγικά συμβάντα τῶν τελευταίων ἡμερῶν, μέ τά ὁποῖα βλασφημεῖται τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου στήν κοινωνία μας;
Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Χρυσοστόμου
Κύριο ἄρθρο περ. «Ἄμβων Παγγαίου» τ. Ἰαν.-Φεβρ.-Μαρ. 2022