Μιά διδακτική καί ὠφέλιμη ἱστοριούλα μᾶς διηγεῖται τό ἑξῆς·
Κάποτε ὁ Θεός κάλεσε τούς Ἀγγέλους Του καί τούς ἀνέθεσε μιά ἀποστολή. Τούς εἶπε νά κατέβουν στήν γῆ καί ὅ,τι καλό βροῦν, ἀπό πράξεις, συμπεριφορές, καλοσύνες, γεγονότα, νά τό φέρουν στόν θρόνο Του. Οἱ Ἄγγελοι χαρούμενοι καί μέ πολλή προθυμία ἄνοιξαν τά φτερά τους καί πέταξαν σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς.
Ἔψαξαν παντοῦ. Γύρισαν ὅλα τά μέρη. Παρατηροῦσαν τους ἀνθρώπους, ἔβλεπαν γεγονότα καί περιστατικά πού συνέβαιναν. Καί προσπαθοῦσαν νά βροῦν τό καλύτερο πρᾶγμα, γιά νά ἐπιστρέψουν ἱκανοποιημένοι καί χαρούμενοι στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Σιγά-σιγά ἄρχισαν νά ἐπιστρέφουν. Ὁ καθένας τους ἔφερνε καί ἀπό κάτι. Ὅλοι ἦταν μέ γεμᾶτα τά χέρια. Ἄλλος κρατοῦσε μιά ἐλεημοσύνη, ἄλλος μιά θερμή προσευχή. Ἄλλος τόν κόπο ἀπό τήν γηροκόμηση ἑνός ἡλικιωμένου προσώπου, ἄλλος ἐπίσκεψη σέ ἀσθενή καί ἀνήμπορο. Κάποιοι ἄλλοι, πού εἶχαν βρεθεῖ σέ ἀσκητικούς τόπους, ἔφεραν ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες τῶν ἀσκητῶν, αὐστηρές νηστεῖες, ὄμορφες ὑπακοές.
Καί καθώς ὁ καθένας ἔφερνε μέ χαρά καί ἐναπόθετε στά πόδια τοῦ Θεοῦ τίς καλοσύνες πού εἶχε συλλέξει, ἔφτασε καί ἕνας Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἔδειχνε πώς κρατοῦσε κάτι πολύ μικρό, ἴσως καί ἀσήμαντο. Πάντως, κάτι εἶχε καλά κλεισμένο μέσα στίς δυό χοῦφτες τῶν χεριῶν του.
Μόλις ἔφτασε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ γονάτισε καί ἄνοιξε μέ προσοχή τά δυό του χέρια. Τότε ὁ Θεός τόν ρώτησε: «Τί μου ἔφερες ἐσύ;». Καί ὁ Ἄγγελος ἀποκρίθηκε: «Συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος μετάνιωσε εἰλικρινά γιά τήν ἄνομη καί ἁμαρτωλή ζωή του καί ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα, ζητώντας συγχώρεση. Πῆρα ἕνα δάκρυ καί τό ἔφερα νά Σοῦ τό προσφέρω!».
Τότε ὁ Θεός κάλεσε ὅλους τούς Ἀγγέλους κοντά Του καί τούς εἶπε: «Ἀληθινά, ὅλοι σας μοῦ φέρατε ὄμορφα καί ἁγιασμένα πράγματα ἀπό τούς ἀγῶνες τῶν ἀνθρώπων κάτω στήν γῆ. Ὅμως, τό πιό σπουδαῖο, τό ἀνώτερο, τό πιό εὐλογημένο ἦταν αὐτό πού μοῦ ἔφερε αὐτός ὁ τελευταῖος Ἄγγελος. Τό δάκρυ τῆς μετανοίας!».
Τέτοια εἰλικρινή μετάνοια ἔδειξε καί μιά Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Εὐδοκία, πού ἑορτάζει τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Μαρτίου, καί ὁ Θεός τῆς πρόσφερε τόν ἀμάραντο στέφανο.
***
Ἡ ἁγία Εὐδοκία καταγόταν ἀπό τήν Σαμάρεια τῆς Ἰουδαίας, ἀλλά μεγάλωσε στήν Ἡλιούπολη τῆς Φοινίκης. Ἔζησε πολύ κοντά στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, στά τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα. Νεότατη ξέφυγε στήν ζωή τῆς ἁμαρτίας. Τό κάλλος τοῦ προσώπου της ἔθελγε τούς νέους καί τούς παρέσερνε στήν ἀκολασία. Ἡ φήμη καί τά πλούτη της ὅλο καί αὐξάνονταν καί ἡ ἴδια μαύριζε καί πλήγωνε τήν ψυχή της.
Κάποτε, στό διπλανό σπίτι ἀπό τον χῶρο πού ἁμάρτανε ἡ Εὐδοκία, φιλοξενήθηκε ἕνας μοναχός, ὀνόματι Γερμανός. Ὁ μοναχός βγῆκε στήν αὐλή, στήν ἡσυχία τῆς νύχτας, καί προσευχήθηκε γιά ἀρκετή ὥρα. Ἔπειτα, μάζεψε τούς ἀνθρώπους πού τόν φιλοξενοῦσαν καί ἄρχισε νά τούς μιλάει σχετικά μέ τήν Δευτέρα Παρουσία καί τήν κρίση τοῦ κόσμου.
Ἡ Εὐδοκία, παρατηρώντας τήν προσευχή τοῦ μοναχοῦ καί ἀκούγοντας ἀπό τό δωμάτιό της τά λόγια καί τίς νουθεσίες του, ἦρθε σέ κατάνυξη. Ἀμέσως ἔτρεξε στήν εὐλογημένη ἐκείνη παρέα καί ζήτησε νά μάθει πράγματα.
Ὁ μοναχός Γερμανός τῆς μίλησε γιά πολλή ὥρα καί τήν προέτρεψε νά μετανιώσει, νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μοιράσει τήν περιουσία της στούς φτωχούς. Μετά ἀπό αὐτά τῆς ἔβαλε κανόνα νά μείνει κλεισμένη στό σπίτι της χωρίς νά δεχθεῖ καμία ἐπίσκεψη, ἀλλά νά προσεύχεται καί νά χύνει δάκρυα μετανοίας, ζητώντας συγχώρεση ἀπό τόν Θεό.
Πραγματικά, ἡ Εὐδοκία δέχθηκε καί ὑπάκουσε σέ κάθε λόγο τοῦ μοναχοῦ. Ἔκλαψε πολύ γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή της καί γιά τό ὅτι ὁδηγοῦσε καί ἄλλους στήν ἀπώλεια. Τήν παρηγοροῦσε ὅμως ἡ ἐλπίδα της στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Μετά ἀπό θερμή προσευχή καί δάκρυα, ὁ Θεός τήν εὐλόγησε. Κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἄστραψε στό δωμάτιό της οὐράνιο φῶς. Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ καί τήν ὁδήγησε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος, πού καθόταν ἔξω ἀπό τήν πύλη τοῦ Παραδείσου, διαμαρτυρήθηκε ὅτι τοῦ ἔκλεψαν ἕναν δικό του ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως, πού δέχεται τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τήν εὐλόγησε καί τήν ὀνόμασε «Εὐδοκία Θεοῦ».
Μετά ἀπό αὐτό τό ὅραμα-σταθμό στήν ζωή της, ἡ Εὐδοκία ἄφησε ὅλα τά ἐγκόσμια. Πῆγε σέ μοναστήρι καί ἀφιερώθηκε στόν Θεό. Ἡ ἀρετή καί οἱ ἀγῶνες της ἦταν τόσο σπουδαῖοι πού, ὅταν κοιμήθηκε ἡ ἡγουμένη, ὅλη ἡ ἀδελφότητα ἐξέλεξε ἡγουμένη τήν μοναχή Εὐδοκία.
Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός νά τήν καλέσει ὁ Κύριος κοντά Του, την κατήγγειλαν γιά τήν χριστιανική της πίστη στόν ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς. Ὁ Κύριος τήν ἐνθάρρυνε καί ἡ ἁγία Εὐδοκία βρέθηκε μπροστά στό κριτήριο ἔχοντας δίπλα της, ὀφθαλμοφανῶς σ’ αὐτήν, τόν Φύλακα Ἄγγελό της. Μέ παρρησία ὁμολόγησε τήν πίστη της καί ξεκίνησαν τά φρικτά βασανιστήρια.
Ἀφοῦ πέρασε πολλά μαρτύρια καί τά ὑπέμεινε μέ ὑποδειγματική καρτερία, ὁ ἡγεμόνας διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό της. Ἡ Ἁγία ἄκουσε μέ περισσή χαρά τήν ἀπόφαση, γνωρίζοντας ὅτι ἔφθασε ἡ ποθητή στιγμή τῆς ἀναχωρήσεώς της ἀπό τήν μάταιη αὐτή ζωή. Ἔτσι, μέ δοξολογία καί ὕμνους στόν Θεό, παρέδωσε τήν ἁγιασμένη καί καθαρή πλέον ψυχή της.
Ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Εὐδοκία ἄς πρεσβεύει γιά ὅλους μας καί ἄς παρακαλεῖ τόν Θεό νά μᾶς δίνει δάκρυα μετανοίας, γιά νά καθαρίζει ἡ ψυχή μας καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του.