Το κήρυγμα της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως από την Μητρόπολη Χίου

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

19 Μαρτίου 2023

«κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» (Ἑβρ. 4, 14)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Ἀδελφοί, ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. 15 οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. 16 προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.
ΠΑΣ γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, 2 μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· 3 καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. 4 καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. 5 οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· 6 καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Αὐτὴν τὴν θεόπνευστη συμβουλὴ ἀπευθύνει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανοὺς στὴν ὁμώνυμη ἐπιστολή του.  Τοὺς ὑπενθυμίζει πὼς τώρα πιὰ ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουν ἕνα συνηθισμένο Ἀρχιερέα ὅπως πρὶν, ἄνθρωπο δηλαδὴ ἀτελῆ, ἀδύνατο ἢ ἀκόμα καὶ ἐμπαθῆ, ἄδικο, ἁμαρτωλό, ὅπως ἦταν ἐκεῖνοι οἱ θλιβεροὶ Ἀρχιερεῖς των, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ποὺ δίκασαν καὶ καταδίκασαν τὸν Ἀθῶο.

Τώρα ἔχουν «Ἀρχιερέα μέγα», Ἀρχιερέα ποὺ προσέφερε θυσία ὄχι ἁπλῶς ζῶα, πρόβατα καὶ τράγους, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ πάντιμο Σῶμά Του, «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς»· ὄχι στὸ θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ἀλλὰ ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ἀκόμα, ἔχουν Ἀρχιερέα «διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς», ποὺ πέρασε τοὺς οὐρανοὺς καὶ βρίσκεται ἔνδοξος  δίπλα στὸν πατρικὸ θρόνο, μεσιτεύοντας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Σὲ ποιὸν Ἀρχιερέα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπιδαψιλεύτηκε ποτὲ παρόμοια τιμή; Αὐτὸς ὁ μέγας Μωυσῆς ἐταλαιπωρεῖτο ἐπὶ σαράντα χρόνια μέσα στὴν ἔρημο καὶ τελικὰ δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἀπολαύσει τὴν παμπόθητη γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τέλος, οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοὶ δὲν ἔχουν πιὰ Ἀρχιερέα συνηθισμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεάνθρωπο «Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ».

Γι’ αὐτὸ καὶ καταλήγει ὁ Ἀπόστολος «ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ποτὲ ἂς μὴ λησμονήσουμε τὴν καλὴ ὁμολογία (Α΄ Τιμ. 6, 12) ποὺ δώσαμε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος μέσῳ τοῦ ἀναδόχου μας, τὴν ὁμολογία ὅτι ἀπὸ καρδίας πιστεύουμε στὸν Ἰησοῦ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι, γιὰ πάντα θὰ μένουμε κοντά Του, τηρώντας πρόθυμα τὶς Ἅγιες ἐντολές Του. Οὔτε ὁ χρόνος οὔτε οἱ δυσκολίες, οἱ πειρασμοί, οἱ διωγμοὶ δὲν πρέπει νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο στὴν παντοτινή μας πίστη, ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη στὸν λατρευτό μας Χριστό.

Αὐτὰ ἔγραψε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κατ’ ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Ἀπόστολος στοὺς ὁμοεθνεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν τὰ πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ τὴν πικρὴ δοκιμασία τῶν διωγμῶν, ἄρχισαν ἐπικίνδυνα νὰ νοσταλγοῦν τὴν παλαιά τους λατρεία στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος, μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τὶς ἑορτές τους, τὶς θυσίες τους κ.λ.π.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Ἀρχιερεὺς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐξαίρεται στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὑπαγορεύει καὶ τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸν Κύριο μας. Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ χρέος; «Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας», διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος. Νὰ κρατοῦμε στέρεα τὴν πίστη ποὺ ὁμολογοῦμε. Ἀλλὰ τὶ σημαίνει πρακτικά στὴν καθημερινή μας ζωὴ κρατῶ σταθερὰ τὴν πίστη ποὺ ὁμολογῶ στὸν Ἰησοῦ ὡς Λυτρωτῆ;

Πρῶτον, ὅτι δὲν ἐπαισχυνόμαστε γιὰ τὴν πίστη μας πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ ἁπλά, δὲν ντρεπόμαστε ποὺ εἴμαστε Χριστιανοί. Καὶ φυσικὰ δὲν κρυβόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιατὶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι πολλοὶ ντρέπονται καὶ διστάζουν νὰ ὁμολογήσουν πὼς εἶναι Χριστιανοί. Ὁ Κύριός μας, ὅμως, μᾶς προειδοποιεῖ: «ὃς ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Λουκ. 9, 26). Δεύτερον, ὅτι δὲν ἀρνούμαστε τὸν Χριστό. Τὸ δεύτερο τοῦτο εἶναι βαρύτερο ἀπὸ τὸ πρῶτο. Πόσοι καὶ πόσοι, ποὺ εἴμαστε βαπτισμένοι καὶ λεγόμαστε Χριστιανοὶ, δὲν ἀρνούμαστε  καθημερινὰ τὸν Χριστό; Δὲν Τὸν προδίδουμε; Δὲν βλαστημοῦμε τὸ ὄνομά Του καὶ δὲν καταπατοῦμε τὸ Εὐαγγέλιό Του; Ἀρνούμαστε τὸν Θεό, τὸν Σωτῆρα μας γιὰ νὰ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι λησμονοῦμε τὸν φοβερὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ Τὸν ἀρνηθοῦν: «ὅστις ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 33).

Παραμερίζοντας τὴν ντροπὴ καὶ ἀποκλείοντας τὴν ἄρνηση, οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι ἡ διατράνωση τῆς ἐλπίδας μας· τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας μας. Εἶναι πράξη ἀγάπης καὶ ἔκφραση χριστιανικῆς εὐθύνης. Ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας ὄχι ἀπὸ διάθεση καυχήσεως ἢ ἐγωιστικῆς ἀποδείξεως, ἀλλὰ ἀπὸ πραγματικὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸν Χριστό. Καὶ ἡ ὁμολογία αὐτὴ δὲν θὰ πρέπει νὰ γίνεται τόσο μὲ τὰ χείλη μας -μὲ τὰ λόγια- ὅσο προπάντων μὲ τὰ ἔργα μας· τὴν συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή μας. «οὐ πᾶς ὀ λέγων μοι Κύριε, Κύριε», τονίζει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7, 21). Πόσοι δὲν ἐνεργοῦν μὲ ὁδηγὸ μόνο τὸ μυαλό τους ἢ τὴν πεῖρα τους, ἀδιαφορώντας προκλητικὰ γιὰ τὴν θεία Σοφία! Πόσοι Χριστιανοὶ δὲν βάζουν πάνω ἀπὸ τὴν αἰώνια διδασκαλία Του φιλοσοφίες καὶ ἰδεολογίες, πρόσκαιρα ἀνθρώπινα κατασκευάσματα! Καὶ πόσοι ἀκόμη δὲν καταφεύγουν καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, κυρίως ἀνατολικές, ἢ καὶ σὲ δοξασίες ποὺ εἶναι ἄσχετες μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ἀναζητώντας τὴν ψυχική τους λύτρωση!

Ἡ σοφία τῶν Ἁγίων Πατέρων μας θὰ μᾶς καθοδηγήσει καὶ πάλι.

Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Ὅσοι ἀρνοῦνται τὸν Κύριο ἐδῶ στὴν γῆ βλάπτονται καὶ στὸν οὐρανό. Ἐδῶ μὲν διότι ζοῦν μὲ πονηρὴ συνείδηση καὶ ἐὰν δὲν πεθαίνουν ἀκόμη, πάντως θὰ πεθάνουν καὶ ἐκεῖ, διότι θὰ ὑπομείνουν τὴν χειρότερη τιμωρία. Ἐκεῖνοι, ὅμως, ποὺ δὲν ἀρνοῦνται τὸν Ἰησοῦ, καὶ στὴν παροῦσα καὶ στὴν αἰώνια ζωὴ κερδίζουν, διότι ἐδῶ στὴν γῆ ὁ θάνατός τους παρέχει ὠφέλεια καὶ ἀναδεικνύονται πιὸ ἔνδοξοι ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ στὸν οὐρανὸ ἀπολαμβάνουν τὰ ἄρρητα ἀγαθὰ καὶ θεωροῦνται μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὑμνῶ, δοξάζω, εὐλογῶ καὶ μεγαλύνω Θεὸ ἀγαθό, ἅγιο καὶ δίκαιο. Θεὸ φιλάνθρωπο προσκυνῶ καὶ λατρεύω. Θεὸν Ἐσταυρωμένον διὰ τὴν ἰδικήν μου σωτηρίαν. Αὐτὸν τὸν Θεόν, τὴν πηγὴν τῆς ἀγάπης, ἀγαπῶ καὶ ποθῶ διακαῶς. Ὅταν ἀπευθύνομαι πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ψυχή μου εἰρηνεύει. Ὁμολογῶ ἕνα Θεὸ Τρισήλιο, τὴν Τρισυπόστατη Θεότητα. Κηρύττω μία Θεότητα ἄναρχο, ἁπλῆ, ὑπερούσιον καὶ ἀμέριστον, ποὺ εἶναι συγχρόνως Μονάδα καὶ Τριάδα. Αὐτὰ ὁμολογῶ καὶ πιστεύω καὶ κηρύττω καὶ δοξάζω. Ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε καὶ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος μένοντας Θεός, εἶναι ἀντίχριστος».

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὁμολόγησε ὅτι ὅποιος δὲν ἀκολουθεῖ τὸ φῶς Του βαδίζει στὸ σκοτάδι. ‘‘Αὐτὸς ποὺ βαδίζει στὸ σκοτάδι δὲν ξέρει ποῦ πηγαίνει’’ (Ἰω. 12, 35). Ἀποφάσισε στὸ ἑξῆς νὰ μὴ δεχθεῖς ἄλλον ὁδηγὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ παρακάλεσε τὸν Χριστό, ἐπειδὴ Αὐτὸς εἶναι Κύριος καὶ Δεσπότης τῶν καρδιῶν, νὰ σοῦ δώσει μιὰ καρδιὰ εὐπειθῆ καὶ ὑπάκουη, γιὰ νὰ ἀγαπήσεις καὶ νὰ ὑπακούσεις τὴν διδασκαλία Του, καὶ μιὰ καρδιὰ ἀνδρεία, γιὰ νὰ κάνεις ἐκεῖνα ποὺ σὲ διδάσκει».

Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς: «Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὁ Χριστὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Αὐτὸς εἶναι τὰ πάντα ἐν πᾶσι εἰς κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται καὶ σώζεται».

Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Χῖος, ἀπευθυνόμενος στὶς μοναχὲς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του: «Χαρμόσυνο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα, ἀδελφές, καὶ εὐχάριστο σὲ αὐτὲς τὶς ὕστερες ἡμέρες μου ποὺ ζῶ ἐν ἀμελείᾳ καὶ ὀκνηρίᾳ καὶ ἡ λύπη δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιά μου οὔτε στιγμή. Ἀλλὰ καὶ ἐγώ, ὅταν ἤμουν σὰν καὶ σᾶς, αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἦταν τὸ τραγούδι μου. Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστὴ ἦταν τὸ γλέντι μου· ἡ διασκέδασίς μου ἦταν αὐτὲς οἱ ἡμέρες, νὰ τιμωρῶ τὸ σῶμά μου μὲ κόπους καὶ μόχθους καὶ ἀγῶνας πολλοὺς. Καὶ ξεύρετε πιὸ ἦταν τὸ πιὸ ὡραῖο τραγούδι ποὺ ἔψαλλα αὐτὰς τὰς ἡμέρας καὶ μὲ εὔφραινε καὶ μὲ ἐγλύκαινε τὸ πιὸ πολύ; Τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”. Δὲν ἤξευρα τίποτα ἄλλο. Αὐτὸ μόνον ἐγνώριζα καὶ αὐτὸ ἐγνώριζα ὡς ἀμαθὴς καὶ ἀπαίδευτος εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ μὲ θερμότητα καὶ ἁπλότητα. Αὐτὸ θέλω καὶ γιὰ σᾶς. Νὰ τὸ λέτε μέσα ἀπὸ τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς σας, γιὰ νὰ ἀντηχεῖ καὶ νὰ φέρνει σὲ συμπάθεια τὰ σπλάχνα τοῦ Οὐρανίου Πατρός».

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος Καντιώτης:  «Μὴ δειλιάσεις! Κι ἂν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ εἶναι γύρω σου περιφρονοῦν, εἰρωνεύονται καὶ χλευάζουν τὴν πίστη σου, κι ἂν προσπαθοῦν μὲ χίλια δυὸ σατανικὰ μέσα νὰ σὲ κλονίσουν καὶ νὰ σὲ τραβήξουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, σὺ μὴ κλονισθεῖς. Μεῖνε ἀκλόνητος καὶ θαρραλέος σὰν τὸν βράχο, ποὺ, ἐνῶ ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τὸν χτυποῦν τὰ κύματα, αὐτὸς παραμένει ἀκλόνητος. Βράχος νὰ εἶναι ἡ πίστη σου στὸν Χριστό, ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Μὲ τὰ λόγια, μὲ τὰ ἔργα, μὲ τὴν χριστιανική σου ζωή, νὰ ὁμολογεῖς μέσα στὸν ἄπιστο καὶ ἄθεο κόσμο, ὅτι ἡ πίστη σου στὸν Χριστὸ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις. Τότε γίνεσαι καὶ σὺ ἕνας μικρὸς Παῦλος , ἕνας μάρτυρας καὶ ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχός π. Μωυσῆς: «Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, δὲν σωζόμαστε μόνο ἁπλὰ μὲ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν  μέθεξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου  στὴν προσωπική μας ζωὴ καὶ τότε κυρίως λεγόμαστε καὶ εἴμαστε πνευματικοὶ ἄνθρωποι».

Ἀδελφοί μου,

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς προβάλλεται σήμερα ἐνώπιόν μας γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὸ πνευματικό μας στάδιο. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ποὺ σήμερα προσκυνοῦμε, εἶναι ὁ θρόνος Του. Ὁ θρόνος τοῦ Μεγάλου καὶ Αἰωνίου Ἀρχιερέως. Τὸ σύμβολο τῆς ὑπέρτατης  θυσίας ποὺ Ἐκεῖνος προσέφερε γιὰ τὴν σωτηρία μας. Προσκυνώντας τον ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λυτρωτής μας. Παράλληλα, ζώντας ὡς Χριστιανοὶ τὴν σταυρωμένη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ -γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος Του ὁ καθένας νὰ σηκώνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει (Μάρκ. 8, 34) – ὁμολογοῦμε ἔτσι τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή μας σὲ Ἐκεῖνον. Δηλαδή, «κρατοῦμεν τῆς ὁμολογίας».

Εἴθε νὰ ἐνστερνισθοῦμε τὴν ἱερὴ αὐτὴ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει σήμερα πρὸς ὅλους μας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: νὰ ὁμολογοῦμε μὲ χαρά, μὲ καύχηση, μὲ ὑπερηφάνεια τὴν πίστη μας στὸν παμπόθητο Κύριό μας.

Ἡ μυρίπνοη αὔρα τοῦ φλογεροῦ ποιητῆ Βερίτη ἰδιαίτερα θὰ εὐωδιάσει στὴν ψυχή μας:

«Σὲ πιστεύω! Κι ὅλα Ἐσὺ Λόγε μὲ μαθαίνεις

καὶ τὴν γνώση μέσα μου θαυμαστὰ πληθαίνεις.

Εἶσαι Ἐσὺ ποὺ βρίσκεσαι πάντα στὸ πλευρό μου

Πλάστης μου, Πατέρας μου, φίλος μου, ἀδελφός μου.

Καὶ μοῦ στέλνεις Ἥλιε μου, χρώματα καὶ φῶτα

καὶ μὲ κάνεις λαμπερὸ καὶ ἄσπιλο σὰν πρῶτα». ΑΜΗΝ!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....