Το μήνυμα της Κυριακής από την Μητρόπολη Σάμου

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Κατ’ ἀγαθήν συγκυρίαν σήμερα, ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν σύναξη τῶν ἁγίων ἐνδόξων Ἰωσήφ καί Νικοδήμου, τῶν εὐσχημόνων κηδευτῶν τοῦ Κυρίου μαζί μέ τίς ἅγιες ἔνδοξες Μυροφόρες Γυναῖκες, συμπίπτει καί ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ξεχώρισε διότι, καθ’ ἥν στιγμήν οἱ ἄλλοι δέκα Μαθητές προτίμησαν νά κρυφτοῦν φοβούμενοι τήν μανία καί τήν ὀργή τῶν Ἰουδαίων, ἐκεῖνος «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», ὅπως λέει καί τό δοξαστικό τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς του, ἦταν παρών στήν σταύρωση, τήν ἀποκαθήλωση καί τήν ταφή τοῦ Κυρίου μας. Αὐτή ἡ θαρραλέα παρουσία του εἶχε ὡς συνέπειαν νά γίνει «πλήρης καί τῆς θεολογίας», καθώς ἐβίωσε εὑρύτατα τήν ἐμπειρία τῶν ἀχράντων παθῶν καί τῆς ζωοποιοῦ τριημέρου ταφῆς τοῦ Κυρίου μας καί ἔγινε ὁ πρῶτος Ἀπόστολος πού ἔφτασε στόν Πανάγιο καί Ζωοδόχο Τάφο γιά νά διαπιστώσει μαζί μέ τόν Πέτρο τό ἀληθές τῆς ἀναστάσεως. Γιά τόν λόγο αὐτό στό Εὐαγγέλιό του παρέχει ἱστορικές λεπτομέρειες, τίς ὁποῖες οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές δέν ἀναφέρουν, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ υἱοθεσία του ἀπό τόν ἐσταυρωμένο Κύριο ὡς υἱοῦ τῆς Παναγίας, ἡ παρουσία του μετά τοῦ Πέτρου στόν πανάγιο τάφο, ἡ ἐκ νέου παρουσία τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στόν πανάγιο τάφο καί ἄλλα.

Εὔκολα λοιπόν ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἰδιαίτερος πνευματικός σύνδεσμος μεταξύ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου μέ τά ἱερά πρόσωπα τῶν Ἁγίων ἐνδόξων κηδευτῶν τοῦ Κυρίου καί τῶν Μυροφόρων Γυναικῶν. Τοῦτο φαίνεται τόσο ἀπό τίς ἱκανές ἀναφορές τοῦ Ἰωάννου στά πρόσωπα αὐτά μέσα στό ἱερό του Εὐαγγέλιο, ὅσο καί ἀπό τά συναξάρια, ἀπ’ ὅπου γιά παράδειγμα μαθαίνουμε ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ πρώτη τῶν Μυροφόρων, συνόδευσε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο στήν Ἔφεσο, βοηθώντας τον στήν Ἀποστολική Διακονία τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου καί ἐτελειώθη εἰρηνικῶς σέ βαθειά γεράματα.

Μέ λίγες λέξεις σήμερα παρουσιάζεται μπροστά μας ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν ὑπερβαλλόντως τόν Χριστό καί τό ἀπεδειξαν μέ τίς πράξεις τους. Κι ὅταν οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, κρύφτηκαν ἀπό τόν φόβο τοῦ νόμου τῶν Ἰουδαίων καί τῆς ἐξουσίας τῶν Ἀρχόντων, ἀκόμη κι ὅταν αὐτός ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος, ἐνῶ ἐπιτέθηκε μέ θάρρος στόν δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως κατά τήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ κι ἔπειτα δείλιασε μπροστά στήν μαρτυρία μιᾶς δούλης, ὅτι εἶναι μαζί μέ τό Χριστό καί Τόν ἀρνήθηκε, τότε ἐμφανίσθηκε σάν ἀπό τό πουθενά, ὅπως λέμε χαρακτηριστικά, στό προσκήνιο ἡ χορεία τῶν Ἁγίων Μυροφόρων Γυναικῶν, περιστοιχίζοντας τούς δύο κηδευτές καί διακονώντας μέ γενναιότητα ἀληθινή, τήν θεόσωμη ταφή τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκαν πρῶτες νά Τόν ἰδοῦν Ἀναστημένο καί πρῶτες νά ἀναγγείλουν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὅτι ὁ Χριστός Ἀνέστη!

Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἦταν ἐπιφανῆ μέλη τῆς Ἰουδαϊκῆς κοινωνίας καί μυστικοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Νικόδημο μάλιστα ὁ Ἰωάννης κάνει ἐκτενῆ ἀναφορά στό τρῖτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του καί ἐπίσης ἀναφέρει πώς ἐκεῖνος ἦταν πού ἔφερε ἑκατόν λίτρα ἀρώματος σμύρνης καί ἀλόης γιά τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ. Κι οἱ δύο ἦταν μέλη τοῦ κεντρικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἰουδαίων (σανχεντρίν) καί ἦταν οἱ μόνοι, πού μειοψήφισαν, ὅταν ἀποφασίσθηκε ἡ θανατική καταδίκη τοῦ Κυρίου. Αὐτό καί μόνο δείχνει τό ἀπαράμιλλο θάρρος καί τήν γενναιότητά τους, ἀλλά καί τήν ἀληθινή ἀγάπη τους στόν Χριστό. Ὁ Ἰωσήφ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ξεχώρισε λίγο περισσότερο, γιατί μέσα σέ ἐκεῖνο τόν χαλασμό εἶχε τήν τόλμη νά παραστεῖ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου καί νά ζητήσει νά ἀποκαθηλώσει καί νά ἐνταφιάσει τό σῶμα του ἐσταυρωμένου Κυρίου. Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σέ ἕνα συγκινητικό καί σπουδαῖο λόγο του γιά τήν ταφή τοῦ Κυρίου ἀναφέρει, πώς ὁ Ἰωσήφ ἔλαβε τήν ἄδεια νά κηδεύσει τόν Κύριο, ἀφοῦ πρῶτα ἱκέτευσε τόν Πιλάτο μέ θάρρος λέγοντας:

«Δῶσε μου τοῦτο τόν ξένο, πού ἀπό βρέφος σάν ξένος φιλοξενήθηκε στόν κόσμο…πού οἱ ὁμόφυλοι ἀπό μίσος τόν θανατώνουν σάν ξένο…πού παραξενεύομαι νά βλέπω τοῦ θανάτου τό (παρά)ξένο… πού ἤξερε νά φιλοξενεῖ τούς πτωχούς καί τούς ξένους…πού οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο τόν ἀπεξένωσαν ἀπό τόν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτο τόν ξένο, γιά νά κρύψω σέ τάφο, πού σάν ξένος δέν εἶχε πού νά γείρει τό κεφάλι.» Αὐτά τά λόγια πῆρε ἡ Ἐκκλησία καί συνέθεσε ἕνα δοξαστικό τροπάριο, πού ψάλλεται στήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου, σέ ἦχο πλ. τοῦ α΄, γιά νά καταστήσει πιό ἀντιληπτά καί ἐντυπωσιακά, ὅλα ὅσα προφητεύθηκαν γιά τόν Χριστό καί τά ἐπαλήθευσε μέχρι λεπτομερείας, ὡς Μεσσίας, ὡς Σωτῆρας δηλαδή καί Λυτρωτής καί γιά νά καταδείξει τήν Ἀλήθεια μέ τήν ἐκ νεκρῶν τριήμερη Ἀνάστάσή Του, ὅτι εἶναι ὁ μόνος Ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ὁ Ὁποῖος ὄχι μονο ἄφησε τόν τάφο Του κενό, ἀλλά τόν κατέστησε καί Ζωοδόχο.

Αὐτήν τήν μόνη Ἀλήθεια τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς μας κρατεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς τό ἀθάνατο λάβαρο, γιά νά μαρτυρεῖ τήν θεοειδῆ ἐμπειρία Της καί τήν Ἁγιαστική Της ζωή. Αὐτήν τήν Ἀλήθεια τήν λιτανεύει καί τήν διατρανώνει κάθε Κυριακή ἱερουργώντας τήν τάξιν τοῦ Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου. Στήν διάρκεια τοῦ Ἀναστασίμου Ὄρθρου κάθε Κυριακῆς, (ἐκτός ἐάν συμπέσῃ μεγάλη Δεσποτική ἑορτή), διαβάζεται κατά σειράν ἕνα ἀπό τά 11 Ἑωθινά Εὐαγγέλια, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στίς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στούς Μαθητές Του, τίς Μυροφόρες καί σέ ἄλλουςΤό Ἑωθινό Εὐαγγέλιο διαβάζεται μέσα στό ἱερό Βῆμα καί ἀπό τήν δεξιά πλευρά τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ἀπό τόν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἐνδύεται μέ λευκά ἄμφια, γιατί συμβολίζει τόν λευκοφορεμένο Ἄγγελο, πού συνάντησαν οἱ Μυροφόρες στά δεξιά τοῦ παναγίου Τάφου καί ὁ ὁποῖος τούς ἀνήγειλε, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν»

Εὐθύς ἀμέσως ἀκολουθεῖ ἡ πανηγυρική διακήρυξη τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν ἀπαγγελία τῆς προσευχῆς «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…» καί στή συνέχεια κι ἐνῶ ἀποδίδεται ἐμμελῶς ὁ Ν (50ός) Ψαλμός τοῦ Δαϋίδ, «Ἐλέησόν με ὁ Θεός…» ὁ Ἱερέας ἐξέρχεται ἀπό τό ἅγιο Βῆμα, κρατώντας στά χέρια Του μέ εὐλάβεια τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ἐστραμμένο στήν πλευρά, πού εἰκονίζεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς καλεῖ νά προσκυνήσουμε τόν Ἀναστάντα Κύριο. Τότε προσκυνοῦμε τόν Χριστό σέ συνέχεια τῶν Ἁγίων ἐκείνων Μυροφόρων. Τί κρίμα ὅμως, πού οἱ πιό πολλοί ἀπό ἐμᾶς στεροῦμε ἀπό τήν ψυχή μας τήν χαρά τῆς προσκύνησης τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ τό πρωί τῆς Κυριακῆς! Τί κρίμα, πού γιά νά κερδίσουμε λίγο ὕπνο παραπάνω, χάνουμε τήν εὐκαιρία νά κρατήσουμε στήν ὕπαρξή μας αὐτήν τήν ἐμπειρία τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐφάπτοντας τά χείλη μας μέ τόν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ σωματικόν Χριστόν. Πόσο θά ἄλλαζε ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία μας, ἄν ἀξιώναμε τούς ἑαυτούς μας νά ἀκούσουμε τό Ἀναστάσιμο Ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς; Διότι προσκυνώντας τόν Ἀναστάντα Κύριο, θά μᾶς χαριστεῖ ἡ τόλμη, ἡ γενναιότητα καί τό θάρρος τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Νικοδήμου καί τῶν Μυροφόρων, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰωάννου του Θεολόγου «ὡς προσδεχόμενοι κι ἐμεῖς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἀπό τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξορίστηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του. Φθάνει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀναλαμβάνει νά τόν λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία μέ τήν ἑκούσια σταυρική Του θυσία. Καί τελειώνεται στόν κῆπο τοῦ καινοῦ καί κενοῦ μνημείου, ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (βλ. ιθ 41). Ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μέ τήν Ἀνάστασή Του συνανιστᾶ τόν ἄνθρωπο στήν αἰωνιότητα πλέον τῆς Βασιλείας Του. Στήν μνήμη μας πρέπει νά εἶναι καί οἱ τρεῖς κήποι. Ὁ πρῶτος γιά νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία. Ὁ δεύτερος γιά νά ἐρχόμαστε σέ μετάνοια καί ὁ τρίτος γιατί εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί σήμερα καί πάντα. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ κῆπος τοῦ ζωηφόρου ἐκείνου Δεσποτικοῦ μνήματος, πού περιβάλλει τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ. Ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι τό ἴδιο κενό καί καινό μνημεῖο τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, πού ἐνθουσίασε τίς Μυροφόρες, ἐξέπληξε τούς Ἀποστόλους καί ἀπεστόμωσε τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου μας. Γι’ αὐτό ἔχει τή ἴδια δύναμη, ὅπως τότε νά ἀλλοιώσει τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐξαφανίσει τόν φόβο του, νά ἐνισχύσει τήν εὐαγγελική ζωή, νά ἀπενεργοποιήσει τόν διάβολο, νά ἀναστήσει τόν κόσμο καί νά τόν γεμίσει μέ χαρά. Ἡ ἐπιλογή εἶναι δική μας. Ἀμήν!

Ακολούθησέ μας....

Κοινοποίησέ το....