Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐν Ναυπάκτῳ γιόρτασε μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀπολαμβάνοντας τόν πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης ὑμνογραφίας, ἡ ὁποία λαμπρύνει μέ ὡραῖες μελωδίες καί ὑψηλά θεολογικά νοήματα τίς τελετές τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς ἕως τήν Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου, ἑορτή τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ἱερόθεος προεξῆρχε σέ πανηγυρικές ἀκολουθίες στούς κεντρικούς Ναούς τῆς Ναυπάκτου.
Συγκεκριμένα: Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς χοροστάτησε στίς ἀκολουθίες τῶν Μεγάλων Ὡρῶν καί τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων καί στήν συνέχεια τέλεσε τήν θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου.
Τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς χοροστάτησε στόν Ἑσπερινό τῶν Χριστουγέννων, πού τελέσθηκε μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα, μαζί μέ τήν Λιτή τῆς ἑορτῆς, σύμφωνα μέ τό μοναστηριακό τυπικό, καί μέ Ἀρτοκλασία.
*
Τήν κυριώνυμο ἡμέρα τῆς ἑορτῆς χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί τέλεσε τήν θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Κατά τήν θεία Λειτουργία διαβάστηκε ἡ ἑορταστική Ἐγκύκλιός του, στήν ὁποία ἐφέτος ἀναφέρθηκε στήν «λατρευτική ποίηση», σέ σχέση μέ τίς δύσκολες καταστάσεις πού διερχόμαστε, τούς διχασμούς καί τίς ἀναστατώσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι δηλωτικές ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Οἱ ἄνθρωποι, κυρίως οἱ εὐαίσθητοι ψυχολογικά, σέ τέτοιες περιστάσεις καταφεύγουν στήν σοβαρή ποίηση. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἔχουμε τήν λατρευτική ἐκκλησιαστική ποίηση, «τήν ὁποία συνέγραψαν ἅγιοι ὑμνογράφοι καί ποιητές, πού εἶχαν ὑψηλό νόημα τῶν πραγμάτων». Κι ἄν ἡ κοσμική ποίηση δέν ἀλλάζη τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, γεμάτη «ἀπό ὑψηλό θεολογικό νόημα, ἠρεμεῖ καί γλυκαίνει τήν καρδιά μας καί ἀκόμη τῆς δίνει μιά ἔνταση πνευματική γιά ὑψηλές πτήσεις πρός τήν ὑπερκόσμια Ἀποκάλυψη τήν ὁποία μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός».
Ὡς παράδειγμα λατρευτικῆς ποίησης ἀναφέρει τό Κοντάκιο τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ γιά τά Χριστούγεννα, ἀπό τό ὁποῖο ἐπιλέγει τό προοίμιο («Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει…») καί τόν τρίτο Οἶκο, στόν ὁποῖο ὁ Μελωδός παρουσιάζει τήν Θεοτόκο νά ἀπευθύνεται στόν Χριστό, τόν Ὁποῖο μόλις γέννησε, καί νά τοῦ λέη: «Ὑψηλέ βασιλεῦ, τί σοι καί τοῖς πτωχεύσασι; ποιητά οὐρανοῦ τί πρός γηΐνους ἤλυθας; σπηλαίου ἠράσθης ἤ φάτνῃ ἐτέρφθης;». Ἐπισημαίνοντας τίς ποιητικά δοσμένες ἀντιθέσεις: «Ὑψηλός Βασιλιάς» καί οἱ πτωχεύσαντες, Ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί οἱ γήϊνοι, πού καταλήγουν στήν ἐρώτηση πρός τόν Χριστό: ἐρωτεύτηκες τό σπήλαιο ἤ εὐφράνθηκες μέ τήν φάτνη, γιά νά δείξη τήν πνευματική ποιότητα καί τήν ἀξία τῆς ποίησης αὐτῆς. Παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῶ «ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει κάθε λόγο καί κάθε ποίηση, εἶναι ἄρρητο γεγονός, γι’ αὐτό ἀκόμη καί ἡ ποίηση δέν μπορεῖ νά τήν πλησιάση», ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος μέ τόν λατρευτικό ποιητικό λόγο συντονίζεται λίγο πρός τό ἄρρητο καί ἀπερίγραπτο αὐτό μυστήριο.
Στήν ἐποχή μας κατά τήν ὁποία καταρρέουν πολλές θεωρίες καί ζῆ ὁ κόσμος σέ καταστάσεις, «στίς ὁποῖες ἐπικρατεῖ ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ἡ πλάνη τῶν παντοειδῶν σωτήρων, ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ὀρθοδόξου ἀνθρωπισμοῦ», πολλοί Χριστιανοί ζοῦν καί συμπεριφέρονται «σάν νά ζοῦμε πρό Χριστοῦ, καί σάν νά εἴμαστε σέ μιά κοινωνία μεταχριστιανική», ἔχοντας χάσει τήν ὑπερκόσμια προοπτική τοῦ Εὐαγγελίου. Ζώντας μέσα σέ τέτοιες καταστάσεις χρειαζόμαστε τήν λατρευτική ποίηση.
Γι’ αὐτό προτρέπει νά «ἀγαπήσουμε τήν ἐκκλησιαστική μας ποίηση γιά νά καταλάβουμε τήν ζωή τοῦ Ποιητοῦ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί νά γεμίσουμε ἀπό ὑπερκόσμια ζωή».
*
Τήν Κυριακή, δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί τέλεσε τήν θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου. Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφερόμενος στό ὅτι ἐφέτος συνέπεσε νά ἐπιτελοῦμε τήν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τήν Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί τήν Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα πού ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Ἰωσήφ τήν μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔκανε λόγο γιά τό ὅτι μεταξύ τῶν δύο κοινό σημεῖο ἦταν ὁ Χριστός, κατά διαφορετικό τρόπο, ἀφοῦ ἡ Παναγία κυοφόρησε καί γέννησε τόν Χριστό καί ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὑπούργησε τό μέγα αὐτό μυστήριο.
Ὅμως, ἕνα ἄλλο βασικό σημεῖο καί τῶν δύο ἦταν ἡ ὑπακοή στόν Χριστό. Ἡ μέν Ὑπεραγία Θεοτόκος δέχθηκε νά γίνη μητέρα τοῦ Χριστοῦ μέ ὑπακοή, ἔζησε μέσα σέ βαθιά σιωπή, καί μερικές μόνο φράσεις διασώζονται στό Εὐαγγέλιο, ὁ δέ Ἰωσήφ ἔκανε ὑπακοή στόν ἄγγελο καί ὑπηρέτησε αὐτό τό μυστήριο, χωρίς νά διασωθῆ οὔτε μία του λέξη.
Ἔζησαν ἔτσι καί οἱ δύο στό «σχολεῖο τῆς ὑπακοῆς», στό ὁποῖο Σχολεῖο διδάσκαλος εἶναι ὁ Χριστός, πού «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών… γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ».
Στήν συνέχεια τόνισε ὅτι γιά μᾶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σχολεῖο τῆς ὑπακοῆς, μέ τήν ὁποία θά ἀποκτήσουμε πνευματική δόξα. Καί, ὅπως στό σχολεῖο μαθαίνουμε τήν γνώση μέ τήν ὑπακοή στούς δασκάλους καί τούς καθηγητές, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε τήν πνευματική γνώση μέ τήν ὑπακοή στόν Χριστό, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει γιά τήν κένωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. «Κενοῦται μέν ἡ θεότης… ἀνακαινοῦται δέ τό ἀνθρώπινον διά τῆς πρός τό θεῖον ἀνακράσεως, θεῖον γενόμενον».
Κατέληξε ὅτι πρέπει νά ἐκλαμβάνουμε τήν Ἐκκλησία ὡς σχολεῖο ὑπακοῆς, πού ἔχει καθηγητή τόν Χριστό καί αὐτούς πού Ἐκεῖνος ἀποστέλλει. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί ὑπάρχουν κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν πολλούς τρόπους γιά νά μή κάνουν ὑπακοή, ἀλλά νά ζοῦν μέ τό δικό τους θέλημα καί ἔτσι δημιουργοῦνται σχίσματα, διαιρέσεις καί αἱρέσεις.
*
Τήν Κυριακή, 26 Δεκεμβρίου, στίς 7 τό ἀπόγευμα, μεταδόθηκε ἀπό τό κανάλι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου στό YouTube ἡ Χριστουγεννιάτικη ἐκδήλωση τοῦ τομέα νεότητος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, πού ἑτοιμάσθηκε, βιντεοσκοπήθηκε καί παρουσιάσθηκε, καί ἐφέτος διαδικτυακά, λόγῳ τῶν ὑγειονομικῶν μέτρων πού μᾶς ἐπιβάλλονται ἀπό τήν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ.
Ὁ τίτλος τῆς ἐκδήλωσης ἦταν: «Τά Χριστούγεννα τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ καί τοῦ λαοῦ μας». Μέ λιτό τρόπο παρουσιάσθηκε τό πῶς ὁ λαός μας σήμερα γιορτάζει (μέ ἔντονο τό δυτικό στοιχεῖο) καί πῶς παλαιότερα γιόρταζε τά Χριστούγεννα, ἀλλά καί πῶς ἕνας ἅγιος ποιητής, ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὑμνεῖ τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, δίνοντας μηνύματα μιᾶς ζωῆς ἄλλης ποιότητας, ὑψηλοῦ ἐπιπέδου καί πνευματικῶν πτήσεων.
Ὅλα αὐτά, στήν ἁπλή δομή τῆς ἐκδήλωσης, παρουσιάσθηκαν: μέ δύο ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων· μέ τέσσερα παιδικά ποιήματα, πού ἀπήγγειλαν παιδιά τῶν κατωτέρων κατηχητικῶν τῆς Μητροπόλεώς μας· μέ ἕνα τραγούδι τῆς δυτικῆς παράδοσης, γιά νά ἀκουσθῆ μιά ἀπό τίς γνωστές δυτικές μελωδίες πού κυριαρχοῦν στήν ἀγορά καί χαρακτηρίζουν τά «κοσμικά Χριστούγεννα»· μέ ἕνα ποίημα τοῦ νεοέλληνα ποιητή Τάκη Παπατσώνη, γιά νά δειχθῆ τό πῶς προσέλαβε τήν ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς ἕνας κοσμικός ποιητής· μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ Κοντακίου τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ γιά τά Χριστούγεννα, σέ νεοελληνική ἀπόδοση, πού ἦταν ἡ καρδιά τῆς ἐκδήλωσης, καί μέ παραδοσιακά κάλαντα πού τραγούδησε μιά ὁμάδα τῆς Χορωδίας Παραδοσιακῆς Μουσικῆς τῆς Μητροπόλεώς μας, τά ὁποῖα μέ τίς μελωδίες τους καί τούς στίχους τους δείχνουν τό πόσο εἶχε ζυμωθῆ ὁ λαός μας μέ τήν μουσική τῆς Ἐκκλησίας καί τήν θεολογία τῶν ἑορτῶν της.
Τούς ὕμνους ἔψαλε ἡ Αἰκατερίνη Ἀναστασοπούλου μέ ἰσοκράτημα τῆς Ἀγγελικῆς Ἀναστασοπούλου. Τό Κοντάκιο τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ διάβασαν ὁ Φώτιος Χαντζής, ὁ Σπυρίδων Κοτίνης καί ἡ Ἀγγελική Λαουρδέκη. Τό ποίημα τοῦ Τ. Παπατσώνη ἀπήγγειλε ἡ Γεωργία Λαουρδέκη. Τήν χορωδία καί τήν ὀρχήστρα διηύθυνε ὁ Πρωτοψάλτης τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ κ. Παντελῆς Ἀναστασόπουλος. Τήν ἐπιμέλεια τῆς ἐκδήλωσης εἶχε ὁ π. Θωμᾶς Βαμβίνης. Μπορεῖτε νά δῆτε τήν ἐκδήλωση ἐδῶ.
*
Τήν Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί τέλεσε τήν θεία Λειτουργία στό Ἱερό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Στό κήρυγμά του ἀναφέρθηκε στά ὅσα ἔγιναν στά Ἱεροσόλυμα τήν ἡμέρα πού μαρτύρησε διά λιθοβολισμοῦ ὁ ἅγιος Στέφανος, δηλαδή ἔγινε μεγάλος διωγμός τῶν Χριστιανῶν, οἱ Χριστιανοί ἔθαψαν τόν ἅγιο Στέφανο καί τόν θρήνησαν, καί ὅλοι, πλήν τῶν Ἀποστόλων, διασκορπίσθηκαν στήν Ἰουδαία καί τήν Σαμάρεια, εὐαγγελιζόμενοι τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό αὐτά τά γεγονότα φαίνεται ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν ἀφανίζεται, παρά τούς διωγμούς, ἡ Ἐκκλησία διαδόθηκε σέ ὅλον τόν κόσμο καί ὅτι ὁ Θεός διευθύνει τήν ἱστορία. Καταλήγοντας, παρότρυνε τούς Χριστιανούς νά μή φοβοῦνται τίποτε.